μελισσότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=melisso/teuktos
|Beta Code=melisso/teuktos
|Definition=ον, [[made by bees]], κηρία <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>152</span>.
|Definition=ον, [[made by bees]], κηρία <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>152</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσότευκτος:''' [[построенный пчелами]] ([[κηρία]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελισσότευκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα [[κηρία]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), [[πρβλ]]. [[ποικιλότευκτος]], [[χρυσότευκτος]]].
|mltxt=[[μελισσότευκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα [[κηρία]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[τευκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), [[πρβλ]]. [[ποικιλότευκτος]], [[χρυσότευκτος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσότευκτος:''' [[построенный пчелами]] ([[κηρία]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσότευκτος Medium diacritics: μελισσότευκτος Low diacritics: μελισσότευκτος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: melissóteuktos Transliteration B: melissoteuktos Transliteration C: melissotefktos Beta Code: melisso/teuktos

English (LSJ)

ον, made by bees, κηρία Pi.Fr.152.

Russian (Dvoretsky)

μελισσότευκτος: построенный пчелами (κηρία Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελισσότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν μελισσῶν, κηρία Πινδ. Ἀποσπ. 266.

English (Slater)

μελισσότευκτος made by bees μελισσοτεύκτων κηρίων fr. 152.

Greek Monolingual

μελισσότευκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει παραχθεί ή κατασκευαστεί από μέλισσες («μελισσότευκτα κηρία», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. ποικιλότευκτος, χρυσότευκτος].