ἀνδροκτασία: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ndroktasi/a
|Beta Code=a)ndroktasi/a
|Definition=ἡ, ([[κτείνω]]) [[slaughter of men]] in [[battle]], mostly in plural, παύσασθαι . . Ἄρην ἀνδροκτασιάων <span class="bibl">Il.5.909</span>; μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <span class="bibl">7.237</span>, etc.: personified, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>228</span>: in sg., <b class="b3">ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς</b> by reason of [[sad]] [[homicide]], <span class="bibl">Il.23.86</span>, cf. Hes.<span class="title">Oxy.</span>1359.1.17, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>693</span> (lyr.).
|Definition=ἡ, ([[κτείνω]]) [[slaughter of men]] in [[battle]], mostly in plural, παύσασθαι . . Ἄρην ἀνδροκτασιάων <span class="bibl">Il.5.909</span>; μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <span class="bibl">7.237</span>, etc.: personified, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>228</span>: in sg., <b class="b3">ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς</b> by reason of [[sad]] [[homicide]], <span class="bibl">Il.23.86</span>, cf. Hes.<span class="title">Oxy.</span>1359.1.17, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>693</span> (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. -ίη <i>Il</i>.23.86<br /><b class="num">1</b> [[matanza]] en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... [[Ἄρη]] ἀνδροκτασιάων <i>Il</i>.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <i>Il</i>.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.<i>Th</i>.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6<i>S</i>., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε <i>SB</i> 8140.16<br /><b class="num">•</b>personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.<i>Th</i>.228, cf. <i>Sc</i>.155.<br /><b class="num">2</b> en sg. [[homicidio]] ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς <i>Il</i>.23.86, cf. Hes.<i>Fr</i>.165.17.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδροκτᾱσία''': ἡ, ([[κτείνω]]) ἡ ἐν μάχῃ [[ἀνδροφονία]], κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., παύσασαι... Ἄρην ἀνδροκτασιάων Ἰλ. Ε. 909· μάχας τ’ ἀνδροκτασίας τε Η. 237. κτλ.: καθ’ ἑνικόν, ἀνδροκτασίης ὑπὸ λυγρῆς, [[ἕνεκα]] θλιβερᾶς ἀνδροφονίας, ἀνθρωποκτονίας, Ψ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 693.
|lstext='''ἀνδροκτᾱσία''': ἡ, ([[κτείνω]]) ἡ ἐν μάχῃ [[ἀνδροφονία]], κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., παύσασαι... Ἄρην ἀνδροκτασιάων Ἰλ. Ε. 909· μάχας τ’ ἀνδροκτασίας τε Η. 237. κτλ.: καθ’ ἑνικόν, ἀνδροκτασίης ὑπὸ λυγρῆς, [[ἕνεκα]] θλιβερᾶς ἀνδροφονίας, ἀνθρωποκτονίας, Ψ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 693.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. -ίη <i>Il</i>.23.86<br /><b class="num">1</b> [[matanza]] en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... [[Ἄρη]] ἀνδροκτασιάων <i>Il</i>.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε <i>Il</i>.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.<i>Th</i>.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6<i>S</i>., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε <i>SB</i> 8140.16<br /><b class="num">•</b>personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.<i>Th</i>.228, cf. <i>Sc</i>.155.<br /><b class="num">2</b> en sg. [[homicidio]] ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς <i>Il</i>.23.86, cf. Hes.<i>Fr</i>.165.17.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροκτᾰσία Medium diacritics: ἀνδροκτασία Low diacritics: ανδροκτασία Capitals: ΑΝΔΡΟΚΤΑΣΙΑ
Transliteration A: androktasía Transliteration B: androktasia Transliteration C: androktasia Beta Code: a)ndroktasi/a

English (LSJ)

ἡ, (κτείνω) slaughter of men in battle, mostly in plural, παύσασθαι . . Ἄρην ἀνδροκτασιάων Il.5.909; μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε 7.237, etc.: personified, Hes.Th.228: in sg., ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς by reason of sad homicide, Il.23.86, cf. Hes.Oxy.1359.1.17, A.Th.693 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀνδροκτᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ép. -ίη Il.23.86
1 matanza en una batalla, gener. en plu. παύσασθαι ... Ἄρη ἀνδροκτασιάων Il.5.909, μάχας τ' ἀνδροκτασίας τε Il.7.237, πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν A.Th.693, μάχαι τ' ἀνδροκτασίαι Stesich.22.6S., πολεμοί τε ἀνδροκτασίαι τε SB 8140.16
personif. Φόνους τ' Ἀνδροκτασίας τε Hes.Th.228, cf. Sc.155.
2 en sg. homicidio ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς Il.23.86, cf. Hes.Fr.165.17.

German (Pape)

[Seite 218] ἡ, Männermord, plur. Hom. Iliad. 5, 909. 7, 237. 24, 548 Od. 11, 612, sing. Iliad. 11, 164 u. 23, 86; an der letzten Stelle katachrestisch von Tödtung eines Knaben durch einen Knaben beim Spiele; – Aesch. Spt. 675.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροκτᾱσία: ἡ, (κτείνω) ἡ ἐν μάχῃ ἀνδροφονία, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., παύσασαι... Ἄρην ἀνδροκτασιάων Ἰλ. Ε. 909· μάχας τ’ ἀνδροκτασίας τε Η. 237. κτλ.: καθ’ ἑνικόν, ἀνδροκτασίης ὑπὸ λυγρῆς, ἕνεκα θλιβερᾶς ἀνδροφονίας, ἀνθρωποκτονίας, Ψ. 86, πρβλ. Αἰσχύλ. Θ. 693.

Greek Monolingual

ἀνδροκτασία, η (Α)
1. φόνος ανδρών στη μάχη
2. φόνος, ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -κτασία < κτατος < κτείνω «σκοτώνω»].

Greek Monotonic

ἀνδροκτᾰσία: ἡ (ἀνήρ, κτείνω), σφαγή ανδρών σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροκτᾰσία: ион. ἀνδροκτᾰσίη ἡ преимущ. pl. избиение людей, резня, убийство Hom., Aesch.

Middle Liddell

ἀνήρ, κτείνω
slaughter of men in battle, Il., Aesch.