κολλοποδιώκτης: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kollopodioktis
|Transliteration C=kollopodioktis
|Beta Code=kollopodiw/kths
|Beta Code=kollopodiw/kths
|Definition=ου, ὁ, (κόλλοψ <span class="bibl">11.2</span>) Com. name for a gross debauchee, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>347</span>, <span class="bibl">Eust.1915.16</span>, Suid.s.v. [[ἀγρίους]].
|Definition=κολλοποδιώκτου, ὁ, (κόλλοψ 11.2) Com. name for a gross debauchee, Sch.Ar.''Nu.''347, Eust.1915.16, Suid.s.v. [[ἀγρίους]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλοποδῐώκτης Medium diacritics: κολλοποδιώκτης Low diacritics: κολλοποδιώκτης Capitals: ΚΟΛΛΟΠΟΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: kollopodiṓktēs Transliteration B: kollopodiōktēs Transliteration C: kollopodioktis Beta Code: kollopodiw/kths

English (LSJ)

κολλοποδιώκτου, ὁ, (κόλλοψ 11.2) Com. name for a gross debauchee, Sch.Ar.Nu.347, Eust.1915.16, Suid.s.v. ἀγρίους.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, ein Wüstling, der entnervten Jünglingen nachstellt, s. Scholl. Ar. Nubb. 348 und Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κολλοποδῐώκτης: -ου, ὁ, (κόλλοψ ΙΙΙ) κωμ. ὄνομα τοῦ εἰς ὑπερβολὴν διεφθαρμένου ἀνθρώπου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 347, Εὐστ. 1915. 11, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀγρίους.

Greek Monolingual

κολλοποδιώκτης, ὁ (Α)
αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, -οπος «κίναιδος» + -διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιπποδιώκτης, κνισοδιώκτης].