στοιχειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] zum [[στοιχειωτής]] od. zur [[στοιχείωσις]] gehörig, elementarisch, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] zum [[στοιχειωτής]] od. zur [[στοιχείωσις]] gehörig, elementarisch, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχειωτικός:''' [[первичный]], [[элементарный]], [[основной]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[στοιχειωτής]]<br />[[στοιχειώδης]] («στοιχειωτικὴ παίδων [[διδασκαλία]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαγικός]] («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη [[σειρά]] ή [[τάξη]] («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς [[λόγος]]», Παύλ.).
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[στοιχειωτής]]<br />[[στοιχειώδης]] («στοιχειωτικὴ παίδων [[διδασκαλία]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαγικός]] («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη [[σειρά]] ή [[τάξη]] («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς [[λόγος]]», Παύλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχειωτικός:''' [[первичный]], [[элементарный]], [[основной]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειωτικός Medium diacritics: στοιχειωτικός Low diacritics: στοιχειωτικός Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stoicheiōtikós Transliteration B: stoicheiōtikos Transliteration C: stoicheiotikos Beta Code: stoixeiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A elementary, Epicur.Fr.242. 2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al. l.3.

German (Pape)

[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).