δήλημα: Difference between revisions
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0560.png Seite 560]] τό, [[das Verderben]]; von [[δηλέομαι]], wohl nur im activischen Sinne gebräuchlich, = [[der]] V erd erber; Hom. einmal, Odyss. 12, 286 ἐκ νυκτῶν (var. lect. νυκτὸς) δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα [[νηῶν]], γίγνονται; vgl. Anthol. Pal. 14, 72 Τ, τάν, λύσας ἀκτἷσι ζοφερῆς δηλήματα νυκτός; Soph. O. T. 1495 ὀνείδη, ἃ τοῖς ἐμοῖς γονεῦσιν ἔσται [[σφῷν]] θ' [[ὁμοῦ]] δηλήματα. Der singular. bei Aeschyl. fragm. Leon. ap. Steph. Byz. s. v., Χώρα (Dindorf frgm. no 114) 'Οδοιπόρων [[δήλημα]], [[χωρίτης]] [[δράκων]]; hymn. Homer. Ap. 364 οὐδὲ [[σύγε]] ζώουσα κακὸν [[δήλημα]] βροτοῖσιν ἔσσεαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0560.png Seite 560]] τό, [[das Verderben]]; von [[δηλέομαι]], wohl nur im activischen Sinne gebräuchlich, = [[der]] V erd erber; Hom. einmal, Odyss. 12, 286 ἐκ νυκτῶν (var. lect. νυκτὸς) δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα [[νηῶν]], γίγνονται; vgl. Anthol. Pal. 14, 72 Τ, τάν, λύσας ἀκτἷσι ζοφερῆς δηλήματα νυκτός; Soph. O. T. 1495 ὀνείδη, ἃ τοῖς ἐμοῖς γονεῦσιν ἔσται [[σφῷν]] θ' [[ὁμοῦ]] δηλήματα. Der singular. bei Aeschyl. fragm. Leon. ap. Steph. Byz. s. v., Χώρα (Dindorf frgm. no 114) 'Οδοιπόρων [[δήλημα]], [[χωρίτης]] [[δράκων]]; hymn. Homer. Ap. 364 οὐδὲ [[σύγε]] ζώουσα κακὸν [[δήλημα]] βροτοῖσιν ἔσσεαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />cause de ruine.<br />'''Étymologie:''' [[δηλέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δήλημα''': τό, [[βλάβη]], [[φθορά]], [[ὄλεθρος]], [[νηῶν]] δ., [[ὄλεθρος]] πλοίων, Ὀδ. Μ. 286· ὁδοιπόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 121· βροτοῖς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 364· γονεῦσιν... σφῶν θ’ [[ὁμοῦ]] δηλήματα Σοφ. Ο. Τ. 1495· τύχης δηλήμασι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 538. | |lstext='''δήλημα''': τό, [[βλάβη]], [[φθορά]], [[ὄλεθρος]], [[νηῶν]] δ., [[ὄλεθρος]] πλοίων, Ὀδ. Μ. 286· ὁδοιπόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 121· βροτοῖς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 364· γονεῦσιν... σφῶν θ’ [[ὁμοῦ]] δηλήματα Σοφ. Ο. Τ. 1495· τύχης δηλήμασι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 538. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, mischief, bane, ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286; ὁδοιπόρων A.Fr.123; βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT1495; τύχης δηλήμασι IPE2.197 (Pantica-paeum).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
perdición, perjuicio, causa de ruina c. gen. obj. ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν Od.12.286, ὁδοιπόρων ... δράκων A.Fr.123, c. dat. βροτοῖσιν h.Ap.364, cf. S.OT 1495, c. gen. subjet. τύχης δηλήματα IPE 2.197 (Panticapeo II d.C.), ζοφερῆς δηλήματα νυκτός Orác. en AP 14.72, cf. Sud., Hsch.
German (Pape)
[Seite 560] τό, das Verderben; von δηλέομαι, wohl nur im activischen Sinne gebräuchlich, = der V erd erber; Hom. einmal, Odyss. 12, 286 ἐκ νυκτῶν (var. lect. νυκτὸς) δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν, γίγνονται; vgl. Anthol. Pal. 14, 72 Τ, τάν, λύσας ἀκτἷσι ζοφερῆς δηλήματα νυκτός; Soph. O. T. 1495 ὀνείδη, ἃ τοῖς ἐμοῖς γονεῦσιν ἔσται σφῷν θ' ὁμοῦ δηλήματα. Der singular. bei Aeschyl. fragm. Leon. ap. Steph. Byz. s. v., Χώρα (Dindorf frgm. no 114) 'Οδοιπόρων δήλημα, χωρίτης δράκων; hymn. Homer. Ap. 364 οὐδὲ σύγε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν ἔσσεαι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cause de ruine.
Étymologie: δηλέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δήλημα: τό, βλάβη, φθορά, ὄλεθρος, νηῶν δ., ὄλεθρος πλοίων, Ὀδ. Μ. 286· ὁδοιπόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 121· βροτοῖς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 364· γονεῦσιν... σφῶν θ’ ὁμοῦ δηλήματα Σοφ. Ο. Τ. 1495· τύχης δηλήμασι Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 538.
English (Autenrieth)
destruction; of winds, δηλήματα νηῶν, ‘destroyers,’ Od. 12.286.
Greek Monolingual
δήλημα, το (Α) δηλέομαι (Ι)]
βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ' ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται»).
Greek Monotonic
δήλημα: -ατος, τό, βλάβη, φθορά, όλεθρος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δήλημα -ατος, τό [δηλέομαι] meestal plur. schade.
Russian (Dvoretsky)
δήλημα: ατος τό гибель, пагуба (ἄνεμοι, δηλήματα νηῶν Hom.; κακὸν δ. βροτοῖσιν HH; ὁδοιπόρων δ., sc. δράκων Aesch.; τινι и τινος Soph.).
Middle Liddell
[from δηλέομαι
a mischief, bane, Od., Soph.