δυσμείλικτος: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à adoucir <i>litt.</i> à emmieller.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μειλίσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμείλικτος''': -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ. | |lstext='''δυσμείλικτος''': -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
•neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.
German (Pape)
[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.
Greek Monolingual
δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.
Russian (Dvoretsky)
δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).