δύσοιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] unerträglich; πήματα Aesch. Prom. 691; πόνοι Soph. Phil. 506; O. C. 1684; – Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0685.png Seite 685]] unerträglich; πήματα Aesch. Prom. 691; πόνοι Soph. Phil. 506; O. C. 1684; – Strab.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσοιστος''': -ον, ([[οἴσω]], [[φέρω]]) ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀνυπόφορος, [[ἀφόρητος]], πήματα, ἄλγη, πόνοι Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 745, Σοφ. Φ. 507· βίου δύσοιστον ἔχειν τροφὰν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1687· δ. ἀὴρ Στράβων 562.
|lstext='''δύσοιστος''': -ον, ([[οἴσω]], [[φέρω]]) ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀνυπόφορος, [[ἀφόρητος]], πήματα, ἄλγη, πόνοι Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 745, Σοφ. Φ. 507· βίου δύσοιστον ἔχειν τροφὰν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1687· δ. ἀὴρ Στράβων 562.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter, intolérable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσοιστος Medium diacritics: δύσοιστος Low diacritics: δύσοιστος Capitals: ΔΥΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsoistos Transliteration B: dysoistos Transliteration C: dysoistos Beta Code: du/soistos

English (LSJ)

ον, (οἴσω) hard to bear, insufferable, ὀδμή Hp.Mul.2.181; πήματα, ἄλγη, πόνοι, A.Pr.690 (lyr.), Ch.745, S.Ph.508 (lyr.); βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν Id.OC 1688 (lyr.); δ. ἀήρ Str.12.3.40; ὀργή Jul.Gal.161b.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I insoportable, difícil de soportar πήματα A.Pr.690, ἄλγη A.Ch.745, cf. Eu.789, 819, πόνοι S.Ph.508, ὀδμή Hp.Mul.2.181, πῶς βίου δύσοιστον ἕξομεν τροφάν; ¿cómo obtendremos un penoso sustento para nuestras vidas?, e.e. obtendremos sustento para nuestra penosa vida S.OC 1688, ἀήρ Str.12.3.40, ὀργή Iul.Gal.33.161b, τὸ μὲν συναγωνιᾶν ... οὐ πάνυ δύσοιστον τοῖς ἐλευθέροις καὶ γενναίοις ἐστίν Plu.2.96a, cf. 547d, 830a.
II adv. -ως de manera insoportable Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 685] unerträglich; πήματα Aesch. Prom. 691; πόνοι Soph. Phil. 506; O. C. 1684; – Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

δύσοιστος: -ον, (οἴσω, φέρω) ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀνυπόφορος, ἀφόρητος, πήματα, ἄλγη, πόνοι Αἰσχύλ. Πρ. 691, Χο. 745, Σοφ. Φ. 507· βίου δύσοιστον ἔχειν τροφὰν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1687· δ. ἀὴρ Στράβων 562.

Greek Monolingual

δύσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα υποφέρεται ή υπομένεται («δύσοιστα πήματα», Αισχ.).

Greek Monotonic

δύσοιστος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ανυπόφορος, αφόρητος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσοιστος: невыносимый (ἄλγη Aesch.; πόνοι Soph.; φορτίον Plut.): βίου δύσοιστον ἔχειν τροφάν Soph. с трудом добывать себе пропитание.

Middle Liddell

δύσ-οιστος, ον
hard to bear, insufferable, Aesch., Soph. fut. mid. of δύω.

English (Woodhouse)

distressing, grievous, lamentable, mournful, hard to bear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)