γαλήνεια: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ἡ, = [[γαλήνη]], Eur. I. A. 546 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ἡ, = [[γαλήνη]], Eur. I. A. 546 u. öfter.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαλήνεια]] -ας, ἡ, Dor. [[γαλάνεια]], zie [[γαλήνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλήνεια:''' дор. [[γαλάνεια]] (λᾱ) ἡ Eur. = [[γαλήνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γᾰλήνειᾰ:''' Δωρ. [[γαλάνεια]], ἡ = [[γαλήνη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''γᾰλήνειᾰ:''' Δωρ. [[γαλάνεια]], ἡ = [[γαλήνη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλήνεια:''' дор. [[γαλάνεια]] (λᾱ) ἡ Eur. = [[γαλήνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαλήνεια]] -ας, ἡ, Dor. [[γαλάνεια]], zie [[γαλήνη]].
}}
}}

Revision as of 11:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλήνειᾰ Medium diacritics: γαλήνεια Low diacritics: γαλήνεια Capitals: ΓΑΛΗΝΕΙΑ
Transliteration A: galḗneia Transliteration B: galēneia Transliteration C: galineia Beta Code: galh/neia

English (LSJ)

Dor. γᾰλάνειᾰ, ἡ, = γαλήνη, E.IA 546 (lyr.), HF402 (lyr.), Hyps.Fr.3iii4 (lyr.).

Spanish (DGE)

(γᾰλήνεια) -ας, ἡ
• Alolema(s): dór. γᾰλάνεια E.IA 546, HF 402
calma de la mar E.ll.cc., Fr.1.3.4 Bond
gener. calma, serenidad de espíritu PMerton 12.10 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, = γαλήνη, Eur. I. A. 546 u. öfter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλήνεια -ας, ἡ, Dor. γαλάνεια, zie γαλήνη.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλήνεια: дор. γαλάνεια (λᾱ) ἡ Eur. = γαλήνη.

Greek (Liddell-Scott)

γαλήνεια: Δωρ. γαλάνεια, ἡ, =γαλήνη, Εὐρ. Ι. Α. 546, Ἡρ. Μαιν. 402.

Greek Monolingual

γαλήνεια και (δωρ. τ.) γαλάνεια, η (Α)
η γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλήνη, αναλογικός σχηματισμός προς τα αφηρημένα σε -εια (πρβλ. σαφήνεια)].

Greek Monotonic

γᾰλήνειᾰ: Δωρ. γαλάνεια, ἡ = γαλήνη, σε Ευρ.