γαλήνεια

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλήνειᾰ Medium diacritics: γαλήνεια Low diacritics: γαλήνεια Capitals: ΓΑΛΗΝΕΙΑ
Transliteration A: galḗneia Transliteration B: galēneia Transliteration C: galineia Beta Code: galh/neia

English (LSJ)

Dor. γαλάνεια, ἡ, = γαλήνη, E.IA 546 (lyr.), HF402 (lyr.), Hyps.Fr.3iii4 (lyr.).

Spanish (DGE)

(γᾰλήνεια) -ας, ἡ
• Alolema(s): dór. γᾰλάνεια E.IA 546, HF 402
calma de la mar E.ll.cc., Fr.1.3.4 Bond
gener. calma, serenidad de espíritu PMerton 12.10 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, = γαλήνη, Eur. I. A. 546 u. öfter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλήνεια -ας, ἡ, Dor. γαλάνεια, zie γαλήνη.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλήνεια: дор. γαλάνεια (λᾱ) ἡ Eur. = γαλήνη.

Greek (Liddell-Scott)

γαλήνεια: Δωρ. γαλάνεια, ἡ, =γαλήνη, Εὐρ. Ι. Α. 546, Ἡρ. Μαιν. 402.

Greek Monolingual

γαλήνεια και (δωρ. τ.) γαλάνεια, η (Α)
η γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλήνη, αναλογικός σχηματισμός προς τα αφηρημένα σε -εια (πρβλ. σαφήνεια)].

Greek Monotonic

γᾰλήνειᾰ: Δωρ. γαλάνεια, ἡ = γαλήνη, σε Ευρ.