βέκος: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(τό) :<br />pain.<br />'''Étymologie:''' mot phrygien. | |btext=(τό) :<br />[[pain]].<br />'''Étymologie:''' mot phrygien. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:00, 8 January 2023
English (LSJ)
or βεκός, τό, gen. βέκους Aristid.2.3J.:—bread, Phryg. acc. to Hdt.2.2, cf. Jahresh.8Beibl.95; but Κυπρίων βέκος Hippon.82.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Alolema(s): βεκός Hdt.2.2, Hsch.
frig. pan Hdt.l.c., Aristid.Or.2.7, Inscr.Phryg.3.45, MAMA 1.405, 7.313.5, 454.5 (todas Frigia)
•pero Κυπρίων β. Hippon.124, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
pain.
Étymologie: mot phrygien.
Greek Monolingual
βέκος και βεκός, ο (Α)
ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε από τον Ηρόδοτο φρυγική, ενώ από άλλους κυπριακή. Μαρτυρείται πράγματι λ. bekos σε φρυγικές επιγραφές που αν σήμαινε «ψωμί» μπορεί να είχε εισαχθεί στην Έφεσο, Κύπρο κ.α. Εξάλλου σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδ. η λ. βέκος είναι η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι! Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ρίζα bheg-, bheng- «καταστρέφω, συντρίβω» και το -k- της λ. (αντί του -γ-) παραμένει ανεξήγητο].
Russian (Dvoretsky)
βέκος: τό Her. = βέκκος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bread (Hdt. 2,2)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [114] *bʰeg- bake.
Etymology: Given by Herodotus as Phrygian, which seems confirmed by its occurrence in Phr. inscriptions. Hipponax (fr. 125 Masson) seems to give it as Cyprian (where it might have come from Phrygian?); s. Masson 167f. Solmsen KZ 34 (1897) 70. Fur. 297 compares βέσκεροι ἄρτοι ὑπο Λακώνων H.: "eine altes vorgriechisches Restwort, das sich in drei entlgenen Gebieten (Zentral-Kleinasien, Kypros, Peloponnesos) behauptet hat." This would fit Herodotus' story that it is the oldest word to be found in the world.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέκος -ους, zonder contr. -εος, ook βεκός, τό Phrygisch voor ‘brood’. Hdt. 2.2.3.
Wiktionary EN
βεκος: From Proto-Indo-European *bʰéh₃g-os ~ *bʰéh₃g-es-, from *bʰeh₃g- (“to bake”), Cognate with Albanian bukë (“bread”), Ancient Greek φώγω (phṓgō, “roast”), Old English bacan (whence English bake).