βακτήριον: Difference between revisions
From LSJ
πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0427.png Seite 427]] τό, Stöckchen, Ar. Ach. 448; πτωχικόν ir. bei Poll. 10, 173. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0427.png Seite 427]] τό, Stöckchen, Ar. Ach. 448; πτωχικόν ir. bei Poll. 10, 173. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βακτήριον]] -ου, τό stok(je). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βακτήριον:''' τό Arph. = [[βακτηρία]] 1. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[Dim. of [[βακτηρία]], Ar.] | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 31: | ||
|lsmtext='''βακτήριον:''' τό, υποκορ. του [[βακτηρία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βακτήριον:''' τό, υποκορ. του [[βακτηρία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βακτήριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[βακτηρία]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 448· - οὕτω βακτηρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[κάλιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[staff]] | |woodrun=[[staff]] | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of βακτηρία, Ar.Ach.448, Men.Sam. 232 βακτηρ-ίς, ίδος, ἡ, = βακτηρία, prob. in Achae.21.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de βακτηρία bastoncito δέομαι ... πτωχικοῦ βακτηρίου me falta un bastoncito de mendicante Ar.Ach.448, cf. Fr.141.
German (Pape)
[Seite 427] τό, Stöckchen, Ar. Ach. 448; πτωχικόν ir. bei Poll. 10, 173.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βακτήριον -ου, τό stok(je).
Russian (Dvoretsky)
βακτήριον: τό Arph. = βακτηρία 1.
Middle Liddell
[Dim. of βακτηρία, Ar.]
Greek Monolingual
βακτήριον, το (Α) βακτηρία
(υποκορ. του βακτηρία) μικρό μπαστούνι.
Greek Monotonic
βακτήριον: τό, υποκορ. του βακτηρία, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βακτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ βακτηρία, Ἀριστοφ. Ἀχ. 448· - οὕτω βακτηρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάλιον.