γοῦνα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] = [[γούνατα]], poet., s. [[γόνυ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0503.png Seite 503]] = [[γούνατα]], poet., s. [[γόνυ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>nom.-acc. plur. de</i> [[γόνυ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γοῦνα''': γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε. | |lstext='''γοῦνα''': γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
γούνων, poet. pl. of γόνυ (q.v.).
Spanish (DGE)
v. γόνυ.
German (Pape)
[Seite 503] = γούνατα, poet., s. γόνυ.
French (Bailly abrégé)
nom.-acc. plur. de γόνυ.
Greek (Liddell-Scott)
γοῦνα: γούνων (οὐχὶ γουνῶν), ποιητ. πληθ. τοῦ γόνυ, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
η (Μ γούνα)
1. δέρμα ζώου κατεργασμένο χωρίς ν' αφαιρεθεί το τρίχωμα
2. πανωφόρι από γούνα ή με γούνινη επένδυση
νεοελλ.
φρ.
1. «είναι της γούνας μου μανίκι» — δεν έχει καμμία συγγένεια μαζί μου
2. «έχω ράμματα για τη γούνα σου» — έχω τη δύναμη και τον σκοπό να σέ τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < (μσν. λατ.) gunna (λ. κελτικής προελεύσεως) ή, κατ' άλλους, < (σλαβ.) guna].
Greek Monotonic
γοῦνα: γούνων, ποιητ. πληθ. του γόνυ.