βορβόρωσις: Difference between revisions
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vorvorosis | |Transliteration C=vorvorosis | ||
|Beta Code=borbo/rwsis | |Beta Code=borbo/rwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, = [[βορβορυγμός]], Archig. ap. | |Definition=-εως, ἡ, = [[βορβορυγμός]], Archig. ap. Aët.9.40. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, = βορβορυγμός, Archig. ap. Aët.9.40.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ medic. borborigmo Archig. en Aët.9.40.
Greek (Liddell-Scott)
βορβόρωσις: ῥύπανσις διὰ βορβόρου, λάσπωμα, Θ. Στουδίτ. σ. 928 (ἐκδ. Migne).
Greek Monolingual
βορβόρωσις, η (AM)
μσν.
το βρόμισμα με βόρβορο
αρχ.
ο βορβορυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ (-όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν. βορβόρωσις < (ρ.) βορβορώ).