ἀκάκυντος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάκυντος]], -ον (Α) [[κακύνω]]<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[κακοποίηση]], που δεν [[είναι]] δυνατόν να κακοποιηθεί.
|mltxt=[[ἀκάκυντος]], -ον (Α) [[κακύνω]]<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[κακοποίηση]], που δεν [[είναι]] δυνατόν να κακοποιηθεί.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unverletzt]]</i>, [[neben]] [[ἀπαθής]], Hierocl.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰκυντος Medium diacritics: ἀκάκυντος Low diacritics: ακάκυντος Capitals: ΑΚΑΚΥΝΤΟΣ
Transliteration A: akákyntos Transliteration B: akakyntos Transliteration C: akakyntos Beta Code: a)ka/kuntos

English (LSJ)

ον, = sq., αἰτίας Hierocl. in CA 1p.418M., cf. 3p.424M. Adv. -τως Id.Prov.p.462B.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dañado, ileso Hierocl.in CA 418, Procl.Phil.Chald.3.
2 adv. -ως sin daño Hierocl.Prou.462a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάκυντος: [κᾰ], ον, = τῷ ἑπομ. Ἱεροκλ. χρυσᾶ ἔπη. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἀκάκυντος, -ον (Α) κακύνω
αυτός που δεν υπόκειται σε κακοποίηση, που δεν είναι δυνατόν να κακοποιηθεί.

German (Pape)

unverletzt, neben ἀπαθής, Hierocl.