ἀνάδεσις: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'attacher sur;<br /><b>2</b> action d'attacher en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάδεσις''': -εως, ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, [[κόμης]] Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 33. | |lstext='''ἀνάδεσις''': -εως, ἡ, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, [[κόμης]] Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 33. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:01, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A binding on, στεφάνων Plu.Sert.22. 2 binding up, or decking, κόμης Luc.JTr.33.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de atar o recogerse hacia arriba τῆς κόμης Luc.ITr.33, τῶν σειρῶν Clem.Al.Paed.3.11.62.
2 acción de ceñirse στεφάνων Plu.Sert.22.
German (Pape)
[Seite 186] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'attacher sur;
2 action d'attacher en haut.
Étymologie: ἀναδέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, κόμης Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.
Greek Monotonic
ἀνάδεσις: -εως, ἡ (ἀναδέω),
1. περιδέσιμο, στεφάνων, σε Πλούτ.
2. πιάσιμο και δέσιμο των μαλλιών, τῆς κόμης, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδεσις: εως ἡ
1) повязывание, надевание (ἀναδεσεις στεφάνων Plut.);
2) подвязывание (κόμης Luc.).
Middle Liddell
ἀναδέω
1. a binding on, στεφάνων Plut.
2. a binding up, τῆς κόμης Luc.