ἀναπόδεικτος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] unerweislich, [[ἀρχή]] Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; [[ἀπόφασις]] Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] unerweislich, [[ἀρχή]] Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; [[ἀπόφασις]] Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπόδεικτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недоказуемый]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[недоказанный]] Plat., Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδεικτος]], -ον) [[ἀποδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] αποδείξεως, που [[είναι]] από [[μόνος]] του [[αληθινός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδεικτος]], -ον) [[ἀποδείκνυμι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, [[ανεξέλεγκτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[ανάγκη]] αποδείξεως, που [[είναι]] από [[μόνος]] του [[αληθινός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not proved, undemonstrated, Lycurg.129, Arist.EN1143b12. Adv. -τως without proof, Plu.CG10. II of first principles, indemonstrable, Pl.Def.415b, Arist.APr.53b2, 57b33, al.; ἀ. συλλογισμοί, of syllogisms, Chrysipp.Stoic.2.79, al. Adv. -τως S.E.P.1.173, Gal.17(2).160. 2 incapable of proof, Plu.Cor. 20. III Act., furnishing no proof, PPar.15.3.62, cf. Stoic.2.90.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indemostrado λόγος Lycurg.129, φάσις Arist.EN 1143b12, cf. Plb.7.13.2.
2 indemostrable ὑπόθεσις· ἀρχὴ ἀναπόδεικτος Pl.Def.415b, cf. Arist.MM 1197a22, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.79, 71, αἰτία Plu.Cor.20, de postulados y axiomas, Procl.in Euc.183.16, 181.14, cf. Plu.2.720e.
3 no probatorio ἀντίδικος UPZ 161.61 (II a.C.), cf. 162.6.3, Chrysipp.Stoic.2.90.
II adv. -ως sin prueba τὸ προειρημένον ἀ. ἐρρίφθαι Phld.Rh.p.105Aur., cf. Plu.CG 10, S.E.P.1.173, Gal.17(2).160, Procl.in Euc.193.15, Clem.Al.Strom.2.3.10.
German (Pape)
[Seite 203] unerweislich, ἀρχή Plat. Def. 415 a; Arist. Eth. 6, 11, unerwiefen; ἀπόφασις Pol. 7, 18. – Adv. -δείκτως, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόδεικτος:
1) недоказуемый Arst.;
2) недоказанный Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεικτος: -ον, ὁ μὴ ἀποδεδειγμένος, Λυκοῦργ. 166. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 11, 6. ΙΙ. ὁ μὴ ἔχων χρείαν ἀποδείξεως, περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν ἢ ἀξιωμάτων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 1, 7., 2. 5, 3, καὶ ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -τως Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 173, πρβλ. ἄμεσος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόδεικτος, -ον) ἀποδείκνυμι
1. αυτός που δεν έχει αποδειχθεί ή δεν μπορεί να αποδειχθεί, ανεξέλεγκτος
2. αυτός που δεν έχει ανάγκη αποδείξεως, που είναι από μόνος του αληθινός.