ἀνομοιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[heterogéneo]], [[diferente]] φιλίαι Arist.<i>EN</i> 1163<sup>b</sup>32.<br /><b class="num">2</b> geom. [[compuesto de elementos heterogéneos]] de líneas curvas, Procl.<i>in Euc</i>.164.2.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[heterogéneo]], [[diferente]] φιλίαι Arist.<i>EN</i> 1163<sup>b</sup>32.<br /><b class="num">2</b> geom. [[compuesto de elementos heterogéneos]] de líneas curvas, Procl.<i>in Euc</i>.164.2.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'espèce différente.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμοιοειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνομοιοειδής''': -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, [[ἑτεροειδής]], ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.
|lstext='''ἀνομοιοειδής''': -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, [[ἑτεροειδής]], ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'espèce différente.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμοιοειδής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοειδής Medium diacritics: ἀνομοιοειδής Low diacritics: ανομοιοειδής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: anomoioeidḗs Transliteration B: anomoioeidēs Transliteration C: anomoioeidis Beta Code: a)nomoioeidh/s

English (LSJ)

ές, of unlike kind, heterogeneous, φιλίαι Arist.EN1163b32, cf. Dam.Pr.440:—hence substantive ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.Pron.101.22.

Spanish (DGE)

-ές
1 heterogéneo, diferente φιλίαι Arist.EN 1163b32.
2 geom. compuesto de elementos heterogéneos de líneas curvas, Procl.in Euc.164.2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'espèce différente.
Étymologie: , ὁμοιοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοειδής: -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, ἑτεροειδής, ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοειδής)
ανόμοιος κατά το είδος, ετεροειδής.

Greek Monotonic

ἀνομοιοειδής: -ές (εἶδος), από διαφορετικό είδος, ετερογενής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοειδής: принадлежащий к разным видам, неодинаковый Arst.

Middle Liddell

εἶδος
of unlike kind, heterogeneous, Arist.