ἀπεριλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπεριλάλητος''': -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον [[στόμα]], ἀπεριλάλητον, κτλ.· [[οὕτως]] ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον ([[οὕτως]] ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.
|lstext='''ἀπεριλάλητος''': -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον [[στόμα]], ἀπεριλάλητον, κτλ.· [[οὕτως]] ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον ([[οὕτως]] ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριλάλητος Medium diacritics: ἀπεριλάλητος Low diacritics: απεριλάλητος Capitals: ΑΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aperilálētos Transliteration B: aperilalētos Transliteration C: aperilalitos Beta Code: a)perila/lhtos

English (LSJ)

[λᾰ], ον, not to be out-talked or without skill in circumlocution, Ar.Ra.839:—cf. Hsch. ἀπεριλάλητον (ἀπεριάλλητον cod.): ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ref. a Esquilo poco hábil en circunloquios Ar.Ra.839.
2 ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ Hsch.

German (Pape)

[Seite 288] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
loquace, bavard.
Étymologie: , περιλαλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριλάλητος: -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον στόμα, ἀπεριλάλητον, κτλ.· οὕτως ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον (οὕτως ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.

Greek Monolingual

ἀπεριλάλητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει τον όμοιο του στην πολυλογία.

Greek Monotonic

ἀπεριλάλητος: -ον (περιλαλέω), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι μετρημένος στα λόγια του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεριλάλητος: которого не переговоришь, тараторящий без умолку Arph.

Middle Liddell

περιλαλέω
not to be out-talked, Ar.