ἀποτελεστικός: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποτελεστικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀποτελεστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способствующий окончанию или созреванию]] (τινος Plat., Plut.);<br /><b class="num">2</b> грам. конечный. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 25 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A causative, productive, τινός Epicur. Ep.1p.14U., Stoic.2.149, Polystr.p.32 W., Pl.Def.412c, Plu.2.652a, etc.; final, conclusive, ἀποχή PTeb.397.25 (ii A.D.). 2 prob.f.l. for -ματικός ΙΙ, Porph.Plot.15. II Gramm., final, σύνδεσμος A.D. Synt.265.27, al. Adv. -κῶς ib. 268.28.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1productivo, productor φιλοπονία ἕξις ἀ. Pl.Def.412c, θερμασίαι Plu.2.652a, τέχνη Sch.D.T.119.34, τέχναι Sch.D.T.122.36
•c. gen. ῥεύματος πνεύματος Epicur.Ep.[2] 53, πυρός Epicur.Ep.[3] 101, μεγέθων καὶ ποιοτήτων Chrysipp.Stoic.2.149, τῶν μεγίστων συμφορῶν Polystr.Contempt.33.1, τῶν μυούρων ... σφυγμῶν Gal.9.65.
2 producido por c. gen. τὸ κακὸν ... πρακτικῆς ἀνθρωπίνης ἐνεργείας ἀποτελεστικόν Epiph.Const.Haer.66.15 (p.39.7).
3 definitivo, final ἀποχῆ PTeb.397.25 (II d.C.)
•gram. σύνδεσμος ἀ. conjunción final Posidon.45, A.D.Synt.265.27, ἔγκλισις Sch.D.T.245.17.
II adv. -ῶς
1 gram. con sentido final A.D.Synt.268.28.
2 completamente, mundus hic factus est apotelesticos a Deo Iren.Lugd.Haer.2.28.3.
German (Pape)
[Seite 330] wirksam, vollendend, τινός Plat. Defin. 412 c; Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui accomplit, qui produit, gén. ; t. de gramm. qui exprime la conséquence, consécutif.
Étymologie: ἀποτελέω.
Greek Monolingual
ἀποτελεστικός, -ή, -όν (Α) αποτελώ
1. αυτός που εκτελεί κάτι
2. τελειωτικός
3. αστρολ. ο αποτελεσματικός
4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελεστικός:
1 способствующий окончанию или созреванию (τινος Plat., Plut.);
2 грам. конечный.