ἀπονενοημένως: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec désespoir.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀπονοέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονενοημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀπονοέομαι]], [[ἀπεγνωκότως]], [[ἀπεγνωσμένως]], [[ὁμόσε]] ἐχώρουν [[ἀπονενοημένως]] τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D. | |lstext='''ἀπονενοημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἀπονοέομαι]], [[ἀπεγνωκότως]], [[ἀπεγνωσμένως]], [[ὁμόσε]] ἐχώρουν [[ἀπονενοημένως]] τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv., (ἀπονοέομαι) desperately, X.HG7.2.8, Luc. DMort.19.2, etc.; ἀ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα to be obstinately averse to food, Hp.Epid.3.17.β; ἀ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν to be recklessly indifferent to life, Isoc.6.75.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἀπονοέω
1 desesperadamente ἐχώρουν X.HG 7.2.8, cf. Luc.DMort.27.2.
2 en disposición dé renuncia a πρὸς δὲ τὰ γεύματα ἀ. εἶχεν Hp.Epid.3.17.2, ἀ. δὲ πρὸς τὸ ζῆν διακείμενον Isoc.6.75.
German (Pape)
[Seite 316] verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec désespoir.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀπονοέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονενοημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀπονοέομαι, ἀπεγνωκότως, ἀπεγνωσμένως, ὁμόσε ἐχώρουν ἀπονενοημένως τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D.
Greek Monotonic
ἀπονενοημένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του ἀπονοέομαι, απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονενοημένως:
1) отчаянно (χωρεῖν τοῖς ἀναβεβηκόσιν Xen.);
2) с отчаянием (διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Isocr.).
Middle Liddell
Adv. part. pf. pss. of ἀπονοέομαι desperately, Xen.