ἀπρόσοδος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprosodos | |Transliteration C=aprosodos | ||
|Beta Code=a)pro/sodos | |Beta Code=a)pro/sodos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπρόσοδον,<br><span class="bld">A</span> [[without approach]], [[inaccessible]], βίος Phryn.Com. 18; ὄρη Procop.''Goth.''4.16.<br><span class="bld">II</span> [[not yielding a return]], [[unproductive]], Phld. ''Oec.''p.35J. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπρόσοδον,
A without approach, inaccessible, βίος Phryn.Com. 18; ὄρη Procop.Goth.4.16.
II not yielding a return, unproductive, Phld. Oec.p.35J.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. insociable, inaccesible βίος Phryn.Com.19.
2 de lugares inaccesible abs. ὄρη Procop.Goth.4.16.21
•c. dat. o giro c. prep. τοῖς πολεμίοις Procop.Goth.2.23.7, ἐκ θαλάσσης Procop.Pers.2.17.18, πρὸς ἡμᾶς Sch.A.R.1.660.
II improductivo τὰ προσοδικὰ καὶ ἀπρόσοδα ταῦτ' ἔλεγεν Phld.Oec.35, (ἱερωσύνη) BCH 83.1959.363.25 (Tasos I a.C.).
German (Pape)
[Seite 339] ohne Zugang, unzugänglich, βίος Phryn. com. in B. A. 344 u. 25, ᾡ οὐδεὶς πρόσεισι; auch Sp. wie Procop. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσοδος: -ον, ὃν οὐδεὶς πλησιάζει, «ἀπρόσοδος βίος, ὃν οὐδεὶς πρόσεισιν, ἀλλ’ ἔρημος» Α. Β. 25, 10· ἀπρόσιτος, «ζῶ δὲ Τίμωνος βίον, ὀξύθυμον, ἀπρόσοδον, ἀγέλαστον» κτλ., Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόσοδος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, ή κέρδος
αρχ.-μσν.
ο απρόσιτος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρόσοδον
η μη παροχή προσόδων.