ἀσκευής: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben [[ἄοικος]] καὶ [[ἀκτήμων]] Muson. Stob. flor. 67, 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben [[ἄοικος]] καὶ [[ἀκτήμων]] Muson. Stob. flor. 67, 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />sans instruments, sans outils.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σκεῦος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκευής''': -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς [[ἑαυτοῦ]] τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ [[ἀκτήμων]] τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24. | |lstext='''ἀσκευής''': -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς [[ἑαυτοῦ]] τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ [[ἀκτήμων]] τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:56, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A without the implements of his art, Hdt.3.131. II without furniture, Muson.Fr.14p.71H.
Spanish (DGE)
-ές
carente de enseres o instrumentos de un médico ἀσκευής περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων Muson.Fr.14.
German (Pape)
[Seite 371] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben ἄοικος καὶ ἀκτήμων Muson. Stob. flor. 67, 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans instruments, sans outils.
Étymologie: ἀ, σκεῦος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκευής: -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἑαυτοῦ τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ ἄνευ σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ ἀκτήμων τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.
Greek Monolingual
ἀσκευής, -ές (Α) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του
2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα.
Greek Monotonic
ἀσκευής: -ές (σκευή), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκευής: не имеющий инструментов (ἰητρός Her.).
Middle Liddell
σκευή
without the implements of his art, Hdt.