ἀσυμφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμφᾰνής:''' [[невидимый]], [[незаметный]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]].
|mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμφᾰνής:''' [[невидимый]], [[незаметный]] Arst.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμφᾰνής Medium diacritics: ἀσυμφανής Low diacritics: ασυμφανής Capitals: ΑΣΥΜΦΑΝΗΣ
Transliteration A: asymphanḗs Transliteration B: asymphanēs Transliteration C: asymfanis Beta Code: a)sumfanh/s

English (LSJ)

ές, dark, ὑπόνομος Arist.Mir.836b19; obscure, Porph.in Ptol.181: Sup., Dam.Pr.38. Adv. ἀσυμφανῶς obscurely, Arg.4 Ar.Ra., Suid.

Spanish (DGE)

-ές
I 1invisible ὑπόνομος Arist.Mir.836b19.
2 confuso, no claro φράσις Porph.in Ptol.181
oscuro τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.Pr.38, ἀποκάλυψις Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.Catech.15.1
οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. ser claro, evidente Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B
neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές la obscuridad Gr.Agr.Eccl.M.98.1048D.
II adv. -ῶς oscuramente, Tz.Comm.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.
simbólicamente εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente Didym.M.39.689C
secretamente Basil.M.31.632D.

German (Pape)

[Seite 380] ές, undeutlich, VLL.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμφᾰνής: невидимый, незаметный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφᾰνής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: σκοτεινός, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀσυμφανής, -ές (AM) συμφαίνω
Ι. 1. ο μη φανερός, αυτός που δεν φαίνεται
2. ο μυστικός, αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους
II. επίρρ. ἀσυμφανῶς
1. κρυφά, μυστικά
2. με ασάφεια.