ἀϊδνός: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[oscuro]], [[tenebroso]] ἐν βήσσῃσιν ἀϊδνῇς Hes.<i>Th</i>.860, cf. A.<i>Fr</i>.407a, Νύξ <i>Lyr.Adesp</i>.78, λιγνύς A.R.1.389, κῆρες Orph.<i>A</i>.1029, cf. <i>Lyr.Adesp</i>.390.5<i>S</i>. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[oscuro]], [[tenebroso]] ἐν βήσσῃσιν ἀϊδνῇς Hes.<i>Th</i>.860, cf. A.<i>Fr</i>.407a, Νύξ <i>Lyr.Adesp</i>.78, λιγνύς A.R.1.389, κῆρες Orph.<i>A</i>.1029, cf. <i>Lyr.Adesp</i>.390.5<i>S</i>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[ἀϊδνής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀϊδνός''': -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = [[ἀΐδιος]], [[ἀϊδής]], [[ἀόρατος]], κεκρυμμένος, [[ἀμαυρός]]. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245. | |lstext='''ἀϊδνός''': -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = [[ἀΐδιος]], [[ἀϊδής]], [[ἀόρατος]], κεκρυμμένος, [[ἀμαυρός]]. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:08, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἀ- priv., Ϝιδεῖν) poet. word, = ἀϊδής, unseen, obscure, Hes.Th.860, A.Fr.451A; λιγνύς A.R.1.389; Νύξ Lyr.Adesp.92:— later ἀϊδνήεις, εσσα, εν, καπνός Euph.139: ἀϊδνής, ές, πηλός Call.Fr. anon.220 (as v.l.), cf. Opp.H.4.245 (perhaps -νῆς, contr. fr. -νήεις).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
oscuro, tenebroso ἐν βήσσῃσιν ἀϊδνῇς Hes.Th.860, cf. A.Fr.407a, Νύξ Lyr.Adesp.78, λιγνύς A.R.1.389, κῆρες Orph.A.1029, cf. Lyr.Adesp.390.5S.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀϊδνής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδνός: -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = ἀΐδιος, ἀϊδής, ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀμαυρός. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.
Greek Monotonic
ἀϊδνός: -ή, -όν (*εἴδω), αόρατος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, -ές, Ποιητ. παρά Πλουτ.