ἐνθεαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0841.png Seite 841]] ή, όν, begeistert, verzückt; Plat. Legg. III, 682 a, l. d.; Sp. – Adv., Luc. Amor. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0841.png Seite 841]] ή, όν, begeistert, verzückt; Plat. Legg. III, 682 a, l. d.; Sp. – Adv., Luc. Amor. 14.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθεαστικός:''' (бого)вдохновенный Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνθεαστικός]], -ή, -όν (AM) [[ενθεάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από [[θεία]] [[έμπνευση]], ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> (για [[ενόχληση]]) αυτός που οφείλεται στα [[νεύρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνθεαστικῶς</i><br />με ένθεη [[μανία]], με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).
|mltxt=[[ἐνθεαστικός]], -ή, -όν (AM) [[ενθεάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από [[θεία]] [[έμπνευση]], ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> (για [[ενόχληση]]) αυτός που οφείλεται στα [[νεύρα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνθεαστικῶς</i><br />με ένθεη [[μανία]], με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθεαστικός:''' (бого)вдохновенный Plat.
}}
}}

Revision as of 19:23, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθεαστικός Medium diacritics: ἐνθεαστικός Low diacritics: ενθεαστικός Capitals: ΕΝΘΕΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: entheastikós Transliteration B: entheastikos Transliteration C: entheastikos Beta Code: e)nqeastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inspired, Pl.Lg.682a; ψυχαί, μέλη, Procl.in Prm.p.742S., in Ti.1.355D. Adv. -κῶς Luc.Am.14, Procl.in Prm. p.530S., Syrian.in Metaph.42.14: Sup. -ώτατα Procl. in R.1.133 K. II neurotic, ἴλιγγος Ruf. ap. Orib.7.26.177; πνιγμός Mnesith. Cyz.ib.inc.15.3; πάθος Praxag. ap. Herod.Med. in Rh.Mus.49.549 (-ατικόν codd.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1inspirado por la divinidad τὸ ποιητικὸν ἐνθεαστικὸν ὂν γένος Pl.Lg.682a, ὑμνῳδίαι Dion.Ar.DN 3.2 (p.141), λόγοι Procl.in Prm.951, cf. 1072, γνῶσις Procl.in Prm.925, δύναμις Procl.in Prm.1094, ψυχαί Procl.in Prm.950, de Platón, Anon.Prol.8.17
subst. ὁ ἐ. Olymp.in Alc.230
sup. neutr. plu. como adv. en forma muy inspirada ἐνθεαστικώτατα τὴν ἀπόρρητον θεωρίαν ἐξέφηνεν Procl.in R.1.133.
2 apasionado ποιεῖ ... ἐνθεαστικούς a los nacidos bajo el signo de Afrodita, Ptol.Tetr.3.14.16.
3 medic. causado por enajenación, de origen nervioso τοῦ ἐνθεαστικοῦ πάθους ... ἐμνήσθη φάσκων περὶ τὴν καρδίαν αὐτὴν εἶναι καὶ τὴν παχεῖαν ἀρτηρίαν Praxag.Cous 71, πνιγμός Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.3, ἴλιγγος Ruf. en Orib.7.26.177.
4 que conduce al entusiasmo o a la inspiración μέλη τινὰ πεποιημένα, τὰ μὲν Ἀθηναϊκά, τὰ δὲ Ἀρεϊκά, καὶ τὰ μὲν ἐνθεαστικά Procl.in Ti.1.318.7, γένος Syrian.in Metaph.42.14.
II adv. -ῶς
1 rel. al amor entusiásticamente, por inspiración de Afrodita βοῶντος Luc.Am.14.
2 locamente, perdidamente enamorado ἔχειν πως ἐ. ποῶ Men.Dysc.44.
3 por inspiración de la divinidad, inspiradamente πρὸς τὴν ... τοῦ ἑνὸς συναίσθησιν ἐ. ἀναδράμωμεν Procl.in Prm.1071, φησίν ἐ. ἐν τοῖς ἱεροῖς ... γράμμασι Dion.Ar.DN 2.11.

German (Pape)

[Seite 841] ή, όν, begeistert, verzückt; Plat. Legg. III, 682 a, l. d.; Sp. – Adv., Luc. Amor. 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθεαστικός: (бого)вдохновенный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθεαστικός: -ή, -όν, ἔνθεος, ἀμφ. ἐν Πλάτ. Νόμοις 628Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἔρωτ. 14.

Greek Monolingual

ἐνθεαστικός, -ή, -όν (AM) ενθεάζω
1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)
2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα.
επίρρ...
ἐνθεαστικῶς
με ένθεη μανία, με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).