ἐξαπατητικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à tromper.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαπατάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24. | |lstext='''ἐξαπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, calculated to deceive, τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, S.E.M.2.93. Adv. -κῶς Poll.4.24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que induce a engaño a c. gen. τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, cf. Poll.4.47
•neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.M.2.93.
2 adv. -ῶς falazmente Apollon.Lex.128.5, Poll.4.24.
German (Pape)
[Seite 870] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à tromper.
Étymologie: ἐξαπατάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.
Greek Monotonic
ἐξᾰπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰπᾰτητικός: рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; εἰκαῖος καὶ ἐ. Sext.).
Middle Liddell
ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν adj
calculated to deceive, Xen.