ἐνόρασις: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enorasis
|Transliteration C=enorasis
|Beta Code=e)no/rasis
|Beta Code=e)no/rasis
|Definition=εως, ἡ, [[beholding]], [[observation]], [[contemplation]] θεοῦ Porph.Marc.13.
|Definition=-εως, ἡ, [[beholding]], [[observation]], [[contemplation]] θεοῦ Porph.Marc.13.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόρᾱσις Medium diacritics: ἐνόρασις Low diacritics: ενόρασις Capitals: ΕΝΟΡΑΣΙΣ
Transliteration A: enórasis Transliteration B: enorasis Transliteration C: enorasis Beta Code: e)no/rasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, beholding, observation, contemplation θεοῦ Porph.Marc.13.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 visión δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya visión daba pavor Sch.P.O.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 en comparación con el teatro visión interior, e.e., de lo que ocurre fuera de la escena, como algo propio de Dios y op. περιόρασιςvisión del entorno’ y συνόρασιςvisión del conjunto’, Clem.Al.Strom.6.17.156.

German (Pape)

[Seite 850] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.

Greek Monolingual

η (AM ἐνόρασις) ενορώ
1. το να διαβλέπει, να διαισθάνεται κάποιος κάτι που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν
2. η ικανότητα να βλέπει κανείς, να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο
νεοελλ.
η ικανότητα να επισημαίνει και να παρατηρεί κανείς φαινόμενα χωρίς να μεσολαβεί πλήρως η λογική ενέργεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.