αἰπός: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> escarpé, situé sur une hauteur;<br /><b>2</b> difficile à franchir (torrent).<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> escarpé, situé sur une hauteur;<br /><b>2</b> difficile à franchir (torrent).<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высокий]] ([[πόλις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[свергающийся с высоты]] (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰπός:''' -ή, -όν, Επικ. αντί [[αἰπύς]], [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]], λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπὰ ῥέεθρα</i>, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από [[ψηλά]], στο ίδ. | |lsmtext='''αἰπός:''' -ή, -όν, Επικ. αντί [[αἰπύς]], [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]], λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπὰ ῥέεθρα</i>, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από [[ψηλά]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[epic for [[αἰπύς]],]<br />[[high]], [[lofty]], of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling [[sheer]] [[down]], Il. | |mdlsjtxt=[epic for [[αἰπύς]],]<br />[[high]], [[lofty]], of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling [[sheer]] [[down]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, high, lofty, of cities, Il.13.625, al.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.8.369, Hes.Oxy.1358.2.23: αἰπόν, τό, dub. in Ath.Mitt.31.138 (Athens).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 construido en un alto de ciudades Il.13.625, Od.8.516, Τυμφρηστός Euph.140.
2 que se precipita desde lo alto ῥέεθρα Il.21.9, Hes.Fr.150.23, A.R.1.927.
3 subst. τὸ αἰ. dud. suelo escarpado, irregular, IG 22.1665.7 (IV a.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 escarpé, situé sur une hauteur;
2 difficile à franchir (torrent).
Étymologie: αἰπύς.
Russian (Dvoretsky)
αἰπός:
1) высокий (πόλις Hom.);
2) свергающийся с высоты (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰπός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ αἰπύς, = ὑψηλός, ἐπηρμένος, περὶ πόλεων, Ἰλ. Ν. 625., καὶ ἀλλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ῥεῖθρα καταπίπτοντα καθέτως ἀφ’ ὑψηλοῦ, Ἰλ. Θ. 369. Φ. 9.
Greek Monotonic
αἰπός: -ή, -όν, Επικ. αντί αἰπύς, υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, αγέρωχος, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από ψηλά, στο ίδ.
Middle Liddell
[epic for αἰπύς,]
high, lofty, of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.