αἰπός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> escarpé, situé sur une hauteur;<br /><b>2</b> difficile à franchir (torrent).<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> escarpé, situé sur une hauteur;<br /><b>2</b> difficile à franchir (torrent).<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высокий]] ([[πόλις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[свергающийся с высоты]] (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰπός:''' -ή, -όν, Επικ. αντί [[αἰπύς]], [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]], λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπὰ ῥέεθρα</i>, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από [[ψηλά]], στο ίδ.
|lsmtext='''αἰπός:''' -ή, -όν, Επικ. αντί [[αἰπύς]], [[υψηλός]], [[υπερήφανος]], [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]], λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>αἰπὰ ῥέεθρα</i>, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από [[ψηλά]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰπός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[высокий]] ([[πόλις]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[свергающийся с высоты]] (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for [[αἰπύς]],]<br />[[high]], [[lofty]], of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling [[sheer]] [[down]], Il.
|mdlsjtxt=[epic for [[αἰπύς]],]<br />[[high]], [[lofty]], of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling [[sheer]] [[down]], Il.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπός Medium diacritics: αἰπός Low diacritics: αιπός Capitals: ΑΙΠΟΣ
Transliteration A: aipós Transliteration B: aipos Transliteration C: aipos Beta Code: ai)po/s

English (LSJ)

ή, όν, high, lofty, of cities, Il.13.625, al.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.8.369, Hes.Oxy.1358.2.23: αἰπόν, τό, dub. in Ath.Mitt.31.138 (Athens).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 construido en un alto de ciudades Il.13.625, Od.8.516, Τυμφρηστός Euph.140.
2 que se precipita desde lo alto ῥέεθρα Il.21.9, Hes.Fr.150.23, A.R.1.927.
3 subst. τὸ αἰ. dud. suelo escarpado, irregular, IG 22.1665.7 (IV a.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 escarpé, situé sur une hauteur;
2 difficile à franchir (torrent).
Étymologie: αἰπύς.

Russian (Dvoretsky)

αἰπός:
1) высокий (πόλις Hom.);
2) свергающийся с высоты (Στυγὸς ῥέεθρα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰπός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ αἰπύς, = ὑψηλός, ἐπηρμένος, περὶ πόλεων, Ἰλ. Ν. 625., καὶ ἀλλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ῥεῖθρα καταπίπτοντα καθέτως ἀφ’ ὑψηλοῦ, Ἰλ. Θ. 369. Φ. 9.

Greek Monotonic

αἰπός: -ή, -όν, Επικ. αντί αἰπύς, υψηλός, υπερήφανος, υπεροπτικός, αγέρωχος, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπὰ ῥέεθρα, ρεύματα που πέφτουν καθέτως από ψηλά, στο ίδ.

Middle Liddell

[epic for αἰπύς,]
high, lofty, of cities, Il.; αἰπὰ ῥέεθρα streams falling sheer down, Il.