θνητοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />convenable pour un mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θνητός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />convenable pour un mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θνητός]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θνητοειδής:''' [[имеющий вид смертных]], [[смертной породы]] (χορδαί Plat.; θ. καὶ [[διάλυτος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θνητοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή [[φύση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''θνητοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή [[φύση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''θνητοειδής:''' [[имеющий вид смертных]], [[смертной породы]] (χορδαί Plat.; θ. καὶ [[διάλυτος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θνητο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />of [[mortal]] [[nature]], Plat.
|mdlsjtxt=θνητο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />of [[mortal]] [[nature]], Plat.
}}
}}

Revision as of 13:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητοειδής Medium diacritics: θνητοειδής Low diacritics: θνητοειδής Capitals: ΘΝΗΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thnētoeidḗs Transliteration B: thnētoeidēs Transliteration C: thnitoeidis Beta Code: qnhtoeidh/s

English (LSJ)

ές, of mortal nature, Pl.Phd.86a, Plu.2.1002c, Jul.Or.6.184a, etc.

German (Pape)

[Seite 1213] ές, nach der Art der Sterblichen, sterblich, χορδαί Plat. Phaed. 86 a; Plut.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
convenable pour un mortel.
Étymologie: θνητός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

θνητοειδής: имеющий вид смертных, смертной породы (χορδαί Plat.; θ. καὶ διάλυτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θνητοειδής: -ές, θνητὸς τὴν φύσιν, Πλάτ. Φαίδωνι 86Α, Πλούτ. 2. 1002C.

Greek Monolingual

θνητοειδής, -ές (Α)
θνητός κατά τη φύση («τὰς χορδὰς θνητοειδεῖς οὔσας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ειδής (< είδος)].

Greek Monotonic

θνητοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή φύση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

θνητο-ειδής, ές εἶδος
of mortal nature, Plat.