διθυραμβικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dithyrambique.<br />'''Étymologie:''' [[διθύραμβος]]. | |btext=ή, όν :<br />dithyrambique.<br />'''Étymologie:''' [[διθύραμβος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῑθῠραμβικός:''' [[дифирамбический]] Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διθυραμβικός]], -ή, -όν) [[διθύραμβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο [[κατάλληλος]] για διθύραμβο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διθυραμβικά σχόλια» — εγκωμιαστικά, επαινετικά<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ διθυραμβικά</i><br />οι διθύραμβοι. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[διθυραμβικός]], -ή, -όν) [[διθύραμβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο [[κατάλληλος]] για διθύραμβο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «διθυραμβικά σχόλια» — εγκωμιαστικά, επαινετικά<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ διθυραμβικά</i><br />οι διθύραμβοι. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, dithyrambic, D.H.Th.29; τὰ δ. dithyrambic poems, Arist.Po.1447b26. Adv. -κῶς Demetr.Eloc.91.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1ditirámbico, propio del ditirambo χορός SEG 9.13.14 (Cirene IV a.C.), σκευωρία D.H.Th.29.4, φράσις D.H.Pomp.2.2, (τρόπος μελοποιίας) Aristid.Quint.30.1, λέξις Plu.2.1132e, cf. 1141c, διθυραμβικὰ μέλη poemas ditirámbicos, ditirambos Plu.2.389a, cf. Mar.Vict.50.33, Diom.502.14, Sch.B.p.128
•subst. τὸ δ. poema ditirámbico, ditirambos Arist.Po.1447b26
•neutr. compar. como adv. de forma bastante ditirámbica κέχρηται δὲ τῷ Φρυγίῳ διθυραμβικώτερον ref. al modo en que la trag. emplea la armonía frigia, Anon.Trag.45.
2 fig. exaltado ἐπιστολή Chio 15.3.
II adv. -ῶς al modo de los ditirambos, de forma altisonante Demetr.Eloc.91.
German (Pape)
[Seite 624] dithyramlisch; φράσις D. Hal.; τὰ διθ., Dithyramben, Arist. poet. 1, 13; – auch adv., Rhett.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dithyrambique.
Étymologie: διθύραμβος.
Russian (Dvoretsky)
δῑθῠραμβικός: дифирамбический Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δῑθυραμβικός: -ή, -όν, ὁ εἰς διθύραμβον ἀνήκων, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 29· τὰ δ., διθυραμβικὰ ποιήματα, Ἀριστ. Ποιητ. 1. 13. - Ἐπίρρ. -κῶς, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Δημ. Φαλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διθυραμβικός, -ή, -όν) διθύραμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο
νεοελλ.
φρ. «διθυραμβικά σχόλια» — εγκωμιαστικά, επαινετικά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά
οι διθύραμβοι.