διόρισις: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />détermination, définition, distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />détermination, définition, distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διόρῐσις:''' εως ἡ Plat., Arst. = [[διορισμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διόρισις:''' -εως, ἡ και [[διορισμός]], ὁ, [[διάκριση]], [[διαίρεση]], [[διαχωρισμός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''διόρισις:''' -εως, ἡ και [[διορισμός]], ὁ, [[διάκριση]], [[διαίρεση]], [[διαχωρισμός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διόρῐσις:''' εως ἡ Plat., Arst. = [[διορισμός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[διορίζω]] <i>n</i> <i>n</i><br />[[distinction]], Plat.
|mdlsjtxt=[from [[διορίζω]] <i>n</i> <i>n</i><br />[[distinction]], Plat.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρῐσις Medium diacritics: διόρισις Low diacritics: διόρισις Capitals: ΔΙΟΡΙΣΙΣ
Transliteration A: diórisis Transliteration B: diorisis Transliteration C: diorisis Beta Code: dio/risis

English (LSJ)

εως, ἡ, distinction, Pl.Lg.777b; separation, Arist. Ph.213b26.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 separación ὄντος τοῦ κενοῦ χωρισμοῦ τινὸς τῶν ἐφεξῆς καὶ διορίσεως Arist.Ph.213b26, ὀργανικὴ δ. Steph.in Hp.Aph.2.264.23.
2 distinción, diferenciación πρὸς τὴν ἀναγκαίαν διόρισιν, τὸ δοῦλον ... διορίζεσθαι καὶ ἐλεύθερον Pl.Lg.777b.
3 sent. dud., quizá decisión o prescripción s. cont. Nag Hammadi 144.(h).17 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 635] ἡ, Abgränzung, Unterscheidung, Plat. Legg. VI, 777 b.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
détermination, définition, distinction.
Étymologie: διορίζω.

Russian (Dvoretsky)

διόρῐσις: εως ἡ Plat., Arst. = διορισμός.

Greek (Liddell-Scott)

διόρισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9.

Greek Monolingual

διόρισις, η (AM) διορίζω
μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διάκριση, διαστολή
2. αποχωρισμός.

Greek Monotonic

διόρισις: -εως, ἡ και διορισμός, ὁ, διάκριση, διαίρεση, διαχωρισμός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from διορίζω n n
distinction, Plat.