γραμματοκύφων: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />misérable scribe <i>litt.</i> courbé sur son écriture.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[κύπτω]]. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />misérable scribe <i>litt.</i> courbé sur son écriture.<br />'''Étymologie:''' [[γράμμα]], [[κύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[γραμματοκύφων]] -ωνος, ὁ [[γράμμα]], [[κύπτω]] ongunstig pennenlikker. Dem. 18.209. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γραμμᾰτοκύφων:''' ωνος (ῡ) ὁ презр. корпящий над бумагами, жалкий писец, бумагомаратель Dem. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''γραμμᾰτοκύφων:''' [ῡ], -ωνος, ὁ, [[παρατσούκλι]] του [[γραμματεύς]], αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα, σε Δημ. | |lsmtext='''γραμμᾰτοκύφων:''' [ῡ], -ωνος, ὁ, [[παρατσούκλι]] του [[γραμματεύς]], αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''γραμμᾰτοκύφων''': [ῡ], ωνος, σκωπτικὸν [[ὄνομα]] γραμματέως, ὁ κύπτων ἢ κεκυφὼς [[ὑπεράνω]] τῶν ἐγγράφων, Δημ. 297. 22, Φίλων 2. 536. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[nickname]] of a [[γραμματεύς]], a porer [[over]] records, Dem. | |mdlsjtxt=<br />[[nickname]] of a [[γραμματεύς]], a porer [[over]] records, Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ωνος, nickname of a γραμματεύς, porer over records, D.18.209, Ph.2.536: pl., ib.520.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
encorvado sobre las letras peyor. de un γραμματεύς D.18.209, Ph.2.536.
German (Pape)
[Seite 504] ωνος, ὁ, bei Dem. 17, 209 Schmähwort, für γραμματεύς, Aktenhocker.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
misérable scribe litt. courbé sur son écriture.
Étymologie: γράμμα, κύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματοκύφων -ωνος, ὁ γράμμα, κύπτω ongunstig pennenlikker. Dem. 18.209.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτοκύφων: ωνος (ῡ) ὁ презр. корпящий над бумагами, жалкий писец, бумагомаратель Dem.
Greek Monolingual
γραμματοκύφων (-ωνος), ο (Α)
(ειρωνικά για τον γραμματέα) αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + κύφων.
Greek Monotonic
γραμμᾰτοκύφων: [ῡ], -ωνος, ὁ, παρατσούκλι του γραμματεύς, αυτός που σκύβει πάνω από έγγραφα, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτοκύφων: [ῡ], ωνος, σκωπτικὸν ὄνομα γραμματέως, ὁ κύπτων ἢ κεκυφὼς ὑπεράνω τῶν ἐγγράφων, Δημ. 297. 22, Φίλων 2. 536.
Middle Liddell
nickname of a γραμματεύς, a porer over records, Dem.