θεόπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />envoyé par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[πέμπω]].
|btext=ος, ον :<br />envoyé par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[πέμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεόπεμπτος:''' [[ниспосланный богом]] ([[δώρημα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.
|lsmtext='''θεόπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόπεμπτος:''' [[ниспосланный богом]] ([[δώρημα]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θεό-πεμπτος, ον [[πέμπω]]<br />sent by the gods, Arist.
|mdlsjtxt=θεό-πεμπτος, ον [[πέμπω]]<br />sent by the gods, Arist.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόπεμπτος Medium diacritics: θεόπεμπτος Low diacritics: θεόπεμπτος Capitals: ΘΕΟΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: theópemptos Transliteration B: theopemptos Transliteration C: theopemptos Beta Code: qeo/pemptos

English (LSJ)

ον, A sent by the gods, Arist.EN1099b15, Plb.32.15.14, D.H.1.14; ὄνειροι Ph.1.620, cf. Artem.1.6; ἀτυχία D.S.15.24; ἀγαθόν D.H.4.62. 2 superhuman, extraordinary, Longus 3.18.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott gesandt; Arist. Eth. 1, 9, 3;. ὄρνις D. Hal. 1, 14; ἕδη 1, 69; a. Sp., auch übh. außerordentlich, Long. past. 3, 18; Artem. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé par la divinité.
Étymologie: θεός, πέμπω.

Russian (Dvoretsky)

θεόπεμπτος: ниспосланный богом (δώρημα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόπεμπτος: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθείς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 3, Διον. Ἁλ. 1. 14∙ - ὑπεράνθρωπος, ἔκτακτος, Λόγγ. 3. 18, Ἀρτεμ. 1. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεόπεμπτος, -ον)
ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος
νεοελλ.
μοιραίος
αρχ.
υπεράνθρωπος, εξαιρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διάπεμπτος, επίπεμπτος].

Greek Monotonic

θεόπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που έχει σταλθεί από θεό, σε Αριστ.

Middle Liddell

θεό-πεμπτος, ον πέμπω
sent by the gods, Arist.