βύβλινος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η, ον :<br />fait avec des fibres <i>ou</i> des lamelles de papyrus.<br />'''Étymologie:''' [[βύβλος]].
|btext=η, ον :<br />fait avec des fibres <i>ou</i> des lamelles de papyrus.<br />'''Étymologie:''' [[βύβλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βύβλινος''': -η, -ον, ([[βύβλος]]) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, [[ὅπλον]] [[νεὸς]] ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. [[βίβλινος]].
|elnltext=[[βύβλινος]] -η -ον [[βύβλος]] van papyrus.
}}
{{elru
|elrutext='''βύβλῐνος:''' [[сделанный из]] (волокон) папируса ([[ὅπλον]] [[νεός]] Hom.; [[ἱστία]], ὑποδήματα Her.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βύβλινος:''' -η, -ον ([[βύβλος]]), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''βύβλινος:''' -η, -ον ([[βύβλος]]), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βύβλῐνος:''' [[сделанный из]] (волокон) папируса ([[ὅπλον]] [[νεός]] Hom.; [[ἱστία]], ὑποδήματα Her.).
|lstext='''βύβλινος''': -η, -ον, ([[βύβλος]]) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, [[ὅπλον]] [[νεὸς]] ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. [[βίβλινος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βύβλινος]] -η -ον [[βύβλος]] van papyrus.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βύβλος]]<br />made of byblus, Od., Hdt.
|mdlsjtxt=[[βύβλος]]<br />made of byblus, Od., Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:01, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύβλινος Medium diacritics: βύβλινος Low diacritics: βύβλινος Capitals: ΒΥΒΛΙΝΟΣ
Transliteration A: býblinos Transliteration B: byblinos Transliteration C: vyvlinos Beta Code: bu/blinos

English (LSJ)

η, ον, made of βύβλος (of various kinds), ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Od.21.391, cf. Hdt.7.25,36; ὑποδήματα, ἱστία, Id.2.37,96; τεύχη Inscr.Prien.114.11 (i B. C.); ἐπιστολαί LXX Is.18.2 (βιβλ-); μασχάλα = papyrus-marsh, Tab.Heracl.1.92; ζυγίδες BGU 544.4 (βιβλ-, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 467] von Byblus gemacht; Hom. einmal, Odyss. 21, 391 ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον, ᾧ ῥ' ἐπέδησε θύρας, ein Schiffstau; ἱστία, ὑποδήματα, Her. 2, 96. 37; vgl. βίβλινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec des fibres ou des lamelles de papyrus.
Étymologie: βύβλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύβλινος -η -ον βύβλος van papyrus.

Russian (Dvoretsky)

βύβλῐνος: сделанный из (волокон) папируса (ὅπλον νεός Hom.; ἱστία, ὑποδήματα Her.).

English (Autenrieth)

(βύβλος): made of papyrus; ὅπλον νεός, Od. 21.391†.

Greek Monolingual

βύβλινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)].

Greek Monotonic

βύβλινος: -η, -ον (βύβλος), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

βύβλινος: -η, -ον, (βύβλος) κατασκευασμένος ἐκ βύβλου, ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης βύβλινον Ὀδ. Φ. 391., πρβλ. Ἡρόδ. 7. 25, 36· ὑποδήματα, ἱστία ὁ ᾳὐτ. 2. 37, 96. – Πρβλ. βίβλινος.

Middle Liddell

βύβλος
made of byblus, Od., Hdt.