Παφλαγών: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=όνος (ὁ) :<br />Paphlagonien.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=όνος (ὁ) :<br />Paphlagonien.<br />'''Étymologie:'''.
}}
{{elru
|elrutext='''Παφλᾰγών:''' όνος ὁ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Παφλᾰγών:''' -όνος, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[Παφλαγονία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. [[Παφλαγονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''Παφλᾰγών:''' -όνος, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[Παφλαγονία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. [[Παφλαγονικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''Παφλᾰγών:''' όνος ὁ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Παφλᾰγών, όνος, ὁ,<br />a Paphlagonian, Il.:—adj. [[Παφλαγονικός]], ή, όν, Xen.
|mdlsjtxt=Παφλᾰγών, όνος, ὁ,<br />a Paphlagonian, Il.:—adj. [[Παφλαγονικός]], ή, όν, Xen.
}}
}}

Revision as of 12:23, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παφλᾰγών Medium diacritics: Παφλαγών Low diacritics: Παφλαγών Capitals: ΠΑΦΛΑΓΩΝ
Transliteration A: Paphlagṓn Transliteration B: Paphlagōn Transliteration C: Paflagon Beta Code: *paflagw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, Paphlagonian, Il.2.851, al.(pl.); of Cleon (with play on παφλάζω), Ar.Eq.2,6, Nu.581, al.:—Adj. Παφλαγονικός, ή, όν, X.An.5.4.13: ἡ Παφλαγονική
A Paphlagonia, ib.6.1.15.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
Paphlagonien.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Παφλᾰγών: όνος ὁ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Παφλᾰγών: -όνος, ὁ, ὁ ἐκ Παφλαγονίας, Ἰλ. ἀείποτε ἐν τῷ πληθ.· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, 6, Νεφ. 581, κτλ., ὁ Κλέων παρίσταται ὡς Παφλαγών, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ῥήμ. παφλάζω (ἴδε τὴν. λ.)· ― ἐπίθ. Παφλαγονικός, ή, όν, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 13· ἡ -κή, ἡ χώρα, αὐτόθι 5. 15. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 345.

English (Autenrieth)

pl. Παφλαγόνες: Paphlagonian, inhabitant of the district south of the Euxine, and bounded by the rivers Halys and Parthenius, and by Phrygia, Il. 2.851, Il. 5.577, Il. 13.656, 661.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Α
βλ. Παφλαγόνας.

Greek Monotonic

Παφλᾰγών: -όνος, ὁ, αυτός που προέρχεται από την Παφλαγονία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. Παφλαγονικός, , -όν, σε Ξεν.

Middle Liddell

Παφλᾰγών, όνος, ὁ,
a Paphlagonian, Il.:—adj. Παφλαγονικός, ή, όν, Xen.