βάρδιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>poét. p.</i> βραδύτατος, v. [[βραδύς]].
|btext=<i>poét. p.</i> βραδύτατος, v. [[βραδύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάρδιστος]] superl. van [[βραδύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''βάρδιστος:''' эп. (= [[βράδιστος]]) superl. к βραούς.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάρδιστος:''' -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί <i>βράδιστος</i>· υπερθ. του [[βραδύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[βαρδύτερος]], αντί <i>βραδύτερος</i>, <i>σε</i> Θεόκρ.
|lsmtext='''βάρδιστος:''' -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί <i>βράδιστος</i>· υπερθ. του [[βραδύς]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[βαρδύτερος]], αντί <i>βραδύτερος</i>, <i>σε</i> Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βάρδιστος:''' эп. (= [[βράδιστος]]) superl. к βραούς.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of [[βραδύς]], Il.]
|mdlsjtxt=[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of [[βραδύς]], Il.]
}}
{{elnl
|elnltext=[[βάρδιστος]] superl. van [[βραδύς]].
}}
}}

Revision as of 10:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάρδιστος Medium diacritics: βάρδιστος Low diacritics: βάρδιστος Capitals: ΒΑΡΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: bárdistos Transliteration B: bardistos Transliteration C: vardistos Beta Code: ba/rdistos

English (LSJ)

η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp. βαρδύτερος Theoc.29.30.

Spanish (DGE)

βαρδύτερος v. βραδύς.

German (Pape)

[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.

French (Bailly abrégé)

poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάρδιστος superl. van βραδύς.

Russian (Dvoretsky)

βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.

Greek (Liddell-Scott)

βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.

English (Autenrieth)

see βραδύς.

Greek Monotonic

βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of βραδύς, Il.]