Δύσπαρις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>voc.</i> ι;<br />malheureux <i>ou</i> funeste Pâris.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[Πάρις]].
|btext=ιδος<br /><i>voc.</i> ι;<br />malheureux <i>ou</i> funeste Pâris.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[Πάρις]].
}}
{{elru
|elrutext='''Δύσπᾰρις:''' ιδος ὁ разнесчастный Парис Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Δύσπαρις:''' -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί [[δυστυχία]], που προξενεί συμφορές, [[δεινά]], σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[Δυσελένα]].
|lsmtext='''Δύσπαρις:''' -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί [[δυστυχία]], που προξενεί συμφορές, [[δεινά]], σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[Δυσελένα]].
}}
{{elru
|elrutext='''Δύσπᾰρις:''' ιδος ὁ разнесчастный Парис Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Δύσ-παρις, ιδος<br />[[unhappy]] [[Paris]], ill-starred [[Paris]], Il.; cf. [[Δυσελένα]].
|mdlsjtxt=Δύσ-παρις, ιδος<br />[[unhappy]] [[Paris]], ill-starred [[Paris]], Il.; cf. [[Δυσελένα]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δύσπᾰρις Medium diacritics: Δύσπαρις Low diacritics: Δύσπαρις Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΣ
Transliteration A: Dýsparis Transliteration B: Dysparis Transliteration C: Dysparis Beta Code: *du/sparis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, unhappy Paris, Paris of ill omen, Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.19.1.

Spanish (DGE)

(Δύσπᾰρις) ὁ
• Morfología: [voc. -ι Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.27.1; ac. -ιν Aristid.Or.3.463]
Paris maldito, funesto Paris apelativo del héroe troyano Δύσπαρι ... γυναιμανές Il.ll.cc., Δ. Αἰνόπαρις κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, cf. Luc.l.c., Aristid.Or.3.463.

German (Pape)

[Seite 686] ιδος, Unglücks-Paris, Homer zweimal, Iliad. 3, 39. 13, 769 Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 31 Δύσπαρι· δυσώνυμε, κακῶς παρωνομασμένε. Vgl. Κακοΐλιος und Ἄιρος. – Alcman bei Scholl. Iliad. 3, 39 u. bei Eustath. p. 379, 38 (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 642 frgm. 31) Δύσπαρις, αἰνόπαρις, κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρῃ. – Luc. Mort. D. 19.

French (Bailly abrégé)

ιδος
voc. ι;
malheureux ou funeste Pâris.
Étymologie: δυσ-, Πάρις.

Russian (Dvoretsky)

Δύσπᾰρις: ιδος ὁ разнесчастный Парис Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν πρόξενος, Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. Αἰνόπαρις, Δυσελένη.

Greek Monolingual

Δύσπαρις (-ιδος), ο (Α)
ο Πάρις που προκάλεσε συμφορές.

Greek Monotonic

Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, ο Πάρης που προκαλεί δυστυχία, που προξενεί συμφορές, δεινά, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. Δυσελένα.

Middle Liddell

Δύσ-παρις, ιδος
unhappy Paris, ill-starred Paris, Il.; cf. Δυσελένα.