εὑρετέος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc.
|mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετέος Medium diacritics: εὑρετέος Low diacritics: ευρετέος Capitals: ΕΥΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: heuretéos Transliteration B: heureteos Transliteration C: evreteos Beta Code: eu(rete/os

English (LSJ)

α, ον, to be discovered, found out, Th.3.45.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.

Greek Monotonic

εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.