γοητής: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui gémit, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[γοάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui gémit, qui se lamente.<br />'''Étymologie:''' [[γοάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γοητής''': -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, ([[γοάω]]) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.
|elnltext=[[γοητής]] -οῦ, ὁ [[γοάω]] iem. die klaagt of jammert.
}}
{{elru
|elrutext='''γοητής:''' οῦ, дор. [[γοατάς|γοᾱτάς]], ᾶ adj. m рыдающий, плачущий ([[νόμος]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''γοητής:''' -οῦ, ὁ ([[γοάω]]), Δωρ. γοᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. [[σημασία]], με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''γοητής:''' -οῦ, ὁ ([[γοάω]]), Δωρ. γοᾱτάς, <i>-ᾶ</i>, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. [[σημασία]], με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γοητής:''' οῦ, дор. [[γοατάς|γοᾱτάς]], ᾶ adj. m рыдающий, плачущий ([[νόμος]] Aesch.).
|lstext='''γοητής''': -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, ([[γοάω]]) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γοητής]] -οῦ, ὁ [[γοάω]] iem. die klaagt of jammert.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γοάω]]<br />a wailer; or, in adv. [[sense]], of [[lamentation]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[γοάω]]<br />a wailer; or, in adv. [[sense]], of [[lamentation]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητής Medium diacritics: γοητής Low diacritics: γοητής Capitals: ΓΟΗΤΗΣ
Transliteration A: goētḗs Transliteration B: goētēs Transliteration C: goitis Beta Code: gohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοητής -οῦ, ὁ γοάω iem. die klaagt of jammert.

Russian (Dvoretsky)

γοητής: οῦ, дор. γοᾱτάς, ᾶ adj. m рыдающий, плачущий (νόμος Aesch.).

Greek Monolingual

γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.

Greek Monotonic

γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.

Middle Liddell

γοάω
a wailer; or, in adv. sense, of lamentation, Aesch.