κάλη: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. c.</i> [[κήλη]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att. c.</i> [[κήλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάλη:''' (ᾱ) ἡ атт. = [[κήλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάλη]], ἡ (Μ)<br />[[ικανότητα]], [[ανδρεία]] («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλ. <i>καλή</i> του [[καλός]], με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=[[κάλη]], ἡ (Μ)<br />[[ικανότητα]], [[ανδρεία]] («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θηλ. <i>καλή</i> του [[καλός]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
{{elru
|elrutext='''κάλη:''' (ᾱ) ἡ атт. = [[κήλη]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 13:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλη Medium diacritics: κάλη Low diacritics: κάλη Capitals: ΚΑΛΗ
Transliteration A: kálē Transliteration B: kalē Transliteration C: kali Beta Code: ka/lh

English (LSJ)

καλήτης, v. κήλη, κηλήτης.

German (Pape)

[Seite 1308] ἡ, dor. u. att. = κήλη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. c. κήλη.

Russian (Dvoretsky)

κάλη: (ᾱ) ἡ атт. = κήλη.

Greek (Liddell-Scott)

κάλη: κᾱλήτης, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ κηλ-, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639.

Greek Monolingual

κάλη, ἡ (Μ)
ικανότητα, ανδρεία («ἔχει γὰρ μεγίστην κάλην», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. καλή του καλός, με αναβιβασμό του τόνου].

Frisk Etymological English

Meaning: tumour
See also: s. κήλη.

Frisk Etymology German

κάλη: {kálē}
Meaning: Bruch
See also: s. κήλη.
Page 1,763