δρεπανουργός: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de faux.<br />'''Étymologie:''' [[δρέπανον]], [[ἔργον]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />fabricant de faux.<br />'''Étymologie:''' [[δρέπανον]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρεπᾰνουργός:''' ὁ [[серповщик]] Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρεπᾰνουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που φτιάχνει δρεπάνια ή [[ξίφη]], [[κατασκευαστής]] όπλων, [[οπλοποιός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δρεπᾰνουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που φτιάχνει δρεπάνια ή [[ξίφη]], [[κατασκευαστής]] όπλων, [[οπλοποιός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:51, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, sword-maker, armourer, Pherecr.130.2, Ar.Pax 548.
Spanish (DGE)
(δρεπᾰνουργός) -οῦ, ὁ
fabricante de hoces Pherecr.137.2, Ar.Pax 548.
German (Pape)
[Seite 666] ὁ, der Sichelmacher, -schmied, Ar. Pax 548; Phereer. bei Ath. VI, 269 c.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de faux.
Étymologie: δρέπανον, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
δρεπᾰνουργός: ὁ серповщик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπᾰνουργός: ὁ, (*ἔργω) δρεπανοποιός, Φερεκρ. Πέρσ. 1. 2, Ἀριστοφ. Εἰρ. 548.
Greek Monolingual
δρεπανουργός, ο (Α)
δρεπανοποιός.
Greek Monotonic
δρεπᾰνουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει δρεπάνια ή ξίφη, κατασκευαστής όπλων, οπλοποιός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
δρεπᾰν-ουργός, ὁ, n [*ἔργω
a sword-maker, armourer, Ar.