δυσδιαίτητος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à trancher, à décider.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαιτάω]].
|btext=ος, ον :<br />difficile à trancher, à décider.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[διαιτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιαίτητος:''' [[трудно разрешимый]], [[трудный]] ([[κρίσις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσδιαίτητος:''' -ον ([[διαιτάω]]), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσδιαίτητος:''' -ον ([[διαιτάω]]), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιαίτητος:''' [[трудно разрешимый]], [[трудный]] ([[κρίσις]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]διαίτητος, ον [[διαιτάω]]<br />[[hard]] to [[decide]], Plut.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]διαίτητος, ον [[διαιτάω]]<br />[[hard]] to [[decide]], Plut.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιαίτητος Medium diacritics: δυσδιαίτητος Low diacritics: δυσδιαίτητος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiaítētos Transliteration B: dysdiaitētos Transliteration C: dysdiaititos Beta Code: dusdiai/thtos

English (LSJ)

ον, hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.

Greek Monolingual

δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.

Greek Monotonic

δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-διαίτητος, ον διαιτάω
hard to decide, Plut.