κίραφος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίραφος]], ὁ, και λακων. τ. [[κίρα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[αλεπού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κίραφος]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κίδαφος]] υπό την [[επίδραση]] του [[κιρρός]] «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. [[κίρα]]. Η [[σχέση]] τών τ. [[κίρα]], [[κίραφος]] με το επίθ. [[κιρρός]] οφείλεται [[προφανώς]] στο [[χρώμα]] του ζώου].
|mltxt=[[κίραφος]], ὁ, και λακων. τ. [[κίρα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> η [[αλεπού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κίραφος]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κίδαφος]] υπό την [[επίδραση]] του [[κιρρός]] «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. [[κίρα]]. Η [[σχέση]] τών τ. [[κίρα]], [[κίραφος]] με το επίθ. [[κιρρός]] οφείλεται [[προφανώς]] στο [[χρώμα]] του ζώου].
}}
{{pape
|ptext=nach Hesych. bei den Lakoniern <i>der [[Fuchs]]</i>, [[κίδαφος]] ?
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίραφος Medium diacritics: κίραφος Low diacritics: κίραφος Capitals: ΚΙΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kíraphos Transliteration B: kiraphos Transliteration C: kirafos Beta Code: ki/rafos

English (LSJ)

ὁ, and Lacon. κίρα, ἡ, fox, Hsch. κίρβα, = πήρα, Id.; cf. κίββα. κιρία, v. κειρία. κίρις, v. κιρρίς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
renard, animal.
Étymologie: DELG pê de κιρρός ; ou déformation de κίδαφος.
Syn. ἀλώπηξ, βασσάρα, κίδαφος, κίναδος, κερδώ, σκίνδαφος.

Greek (Liddell-Scott)

κίραφος: ὁ, καὶ Λακων. κίρα, ἡ ἀλώπηξ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) η αλεπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση του κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται προφανώς στο χρώμα του ζώου].

German (Pape)

nach Hesych. bei den Lakoniern der Fuchs, κίδαφος ?