καταδαίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> καταδαίσομαι, <i>ao.</i> κατεδαισάμην;<br />manger, dévorer, consumer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαίνυμι]].
|btext=<i>f.</i> καταδαίσομαι, <i>ao.</i> κατεδαισάμην;<br />manger, dévorer, consumer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαίνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταδαίνυμαι''': μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- [[καταβιβρώσκω]], [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.
|elnltext=κατα-δαίνυμαι verslinden.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδαίνῠμαι:''' (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταδαίνυμαι:''' μέλ. <i>-δαίσομαι</i>, αποθ., [[καταβροχθίζω]], [[καταναλώνω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''καταδαίνυμαι:''' μέλ. <i>-δαίσομαι</i>, αποθ., [[καταβροχθίζω]], [[καταναλώνω]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταδαίνῠμαι:''' (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.).
|lstext='''καταδαίνυμαι''': μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- [[καταβιβρώσκω]], [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-δαίνυμαι verslinden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -δαίσομαι<br />Dep. to [[devour]], Theocr.
|mdlsjtxt=fut. -δαίσομαι<br />Dep. to [[devour]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδαίνυμαι Medium diacritics: καταδαίνυμαι Low diacritics: καταδαίνυμαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΙΝΥΜΑΙ
Transliteration A: katadaínymai Transliteration B: katadainymai Transliteration C: katadainymai Beta Code: katadai/numai

English (LSJ)

only in aor. 1 κατεδαισάμην, devour, consume, νιν φλὸξ κατεδαίσατο Phryn.Trag.6, cf. Is.Fr.152, Theoc.4.34, Ael.NA 12.6, Ath.9.399a.

French (Bailly abrégé)

f. καταδαίσομαι, ao. κατεδαισάμην;
manger, dévorer, consumer.
Étymologie: κατά, δαίνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαίνυμαι verslinden.

Russian (Dvoretsky)

καταδαίνῠμαι: (fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать (μάζας Theocr.).

Greek Monolingual

καταδαίνυμαι (Α)
καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].

Greek Monotonic

καταδαίνυμαι: μέλ. -δαίσομαι, αποθ., καταβροχθίζω, καταναλώνω, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- καταβιβρώσκω, κατατρώγω, καταναλίσκω, μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.

Middle Liddell

fut. -δαίσομαι
Dep. to devour, Theocr.