κνηκίς: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />nuage jaunâtre ; orage, ouragan.<br />'''Étymologie:''' [[κνηκός]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />nuage jaunâtre ; orage, ouragan.<br />'''Étymologie:''' [[κνηκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κνηκίς:''' ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνηκίς]], -[[ίδος]], ή (AM) [[κνήκος]]<br /><b>1.</b> ωχρή [[κηλίδα]] από σύννεφα στον ουρανό<br /><b>2.</b> στιλπνό, λαμπερό [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κνηκίς]] ελαφος» — [[ελάφι]] με κιτρινωπό, λαμπερό [[τρίχωμα]].
|mltxt=[[κνηκίς]], -[[ίδος]], ή (AM) [[κνήκος]]<br /><b>1.</b> ωχρή [[κηλίδα]] από σύννεφα στον ουρανό<br /><b>2.</b> στιλπνό, λαμπερό [[δέρμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κνηκίς]] ελαφος» — [[ελάφι]] με κιτρινωπό, λαμπερό [[τρίχωμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κνηκίς:''' ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.
}}
}}

Revision as of 13:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκίς Medium diacritics: κνηκίς Low diacritics: κνηκίς Capitals: ΚΝΗΚΙΣ
Transliteration A: knēkís Transliteration B: knēkis Transliteration C: knikis Beta Code: knhki/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ, A pale spot, especially in the heavens, Call.Fr.anon.36; κ. νεφώδεις Cleom.2.1 (pl.), cf. Plu.2.581f, Anon.Intr.Arat.p.126 M. II pale-coloured antelope, Hsch. III fine skin, Id. IV = μελανία, Id.

German (Pape)

[Seite 1460] ίδος, ἡ, ein falber, bleicher Fleck, bes. ein Wölkchen am Himmel, Suid., das Sturm verheißt, διαδρομὴ κνηκίδος ἀραιᾶς Plut. gen. Socr. 12. – Auch ein Fleck auf dem Auge u. eine Gazellenart, Hesych., wo κνῆκις steht.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
nuage jaunâtre ; orage, ouragan.
Étymologie: κνηκός.

Russian (Dvoretsky)

κνηκίς: ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκίς: ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν νέφος, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ χρῶμα ἔλαφος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κνηκίς, -ίδος, ή (AM) κνήκος
1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό
2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα
3. φρ. «κνηκίς ελαφος» — ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα.