νεόγραφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement peint <i>ou</i> écrit.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γράφω]].
|btext=ος, ον :<br />nouvellement peint <i>ou</i> écrit.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[γράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόγρᾰφος:''' [[недавно нарисованный или написанный]] (ἄνθεα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόγρᾰφος:''' -ον ([[γράφω]]), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.
|lsmtext='''νεόγρᾰφος:''' -ον ([[γράφω]]), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόγρᾰφος:''' [[недавно нарисованный или написанный]] (ἄνθεα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-γρᾰφος, ον [[γράφω]]<br />[[newly]] [[painted]] or written, Anth.
|mdlsjtxt=νεό-γρᾰφος, ον [[γράφω]]<br />[[newly]] [[painted]] or written, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόγρᾰφος Medium diacritics: νεόγραφος Low diacritics: νεόγραφος Capitals: ΝΕΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: neógraphos Transliteration B: neographos Transliteration C: neografos Beta Code: neo/grafos

English (LSJ)

ον, newly written, ἔρνεα AP4.1.55 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch gemalt, geschrieben, Mel. 1, 55 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement peint ou écrit.
Étymologie: νέος, γράφω.

Russian (Dvoretsky)

νεόγρᾰφος: недавно нарисованный или написанный (ἄνθεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόγρᾰφος: -ον, ὁ νεωστὶ ζωγραφηθεὶς ἢ γραφείς, Ἀνθ. Π. 4. 1. 55.

Greek Monolingual

νεόγραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει γραφεί ή ζωγραφιστεί πρόσφατα.

Greek Monotonic

νεόγρᾰφος: -ον (γράφω), αυτός που σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε ή γράφτηκε πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεό-γρᾰφος, ον γράφω
newly painted or written, Anth.