κλήδην: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />nominativement.<br />'''Étymologie:''' R. Καλ &gt; Κλη, appeler, -δην.
|btext=<i>adv.</i><br />nominativement.<br />'''Étymologie:''' R. Καλ &gt; Κλη, appeler, -δην.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλήδην''': Ἐπιρρ. ([[καλέω]]) κατ’ [[ὄνομα]], [[ὡσαύτως]] [[ὀνομακλήδην]], Ἰλ. Ι. 11.
|elnltext=κλήδην [καλέω] adv., bij naam.
}}
{{elru
|elrutext='''κλήδην:''' adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλήδην:''' adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).
|lstext='''κλήδην''': Ἐπιρρ. ([[καλέω]]) κατ’ [[ὄνομα]], [[ὡσαύτως]] [[ὀνομακλήδην]], Ἰλ. Ι. 11.
}}
{{elnl
|elnltext=κλήδην [καλέω] adv., bij naam.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλέω]], by [[name]], Il.
|mdlsjtxt=[[καλέω]], by [[name]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήδην Medium diacritics: κλήδην Low diacritics: κλήδην Capitals: ΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: klḗdēn Transliteration B: klēdēn Transliteration C: klidin Beta Code: klh/dhn

English (LSJ)

Adv., (καλέω) by name, Il.9.11.

German (Pape)

[Seite 1450] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον.

French (Bailly abrégé)

adv.
nominativement.
Étymologie: R. Καλ > Κλη, appeler, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλήδην [καλέω] adv., bij naam.

Russian (Dvoretsky)

κλήδην: adv. поименно (κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον Hom.).

English (Autenrieth)

(καλέω): by name, Il. 9.11†.

Greek Monolingual

κλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. -κλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας kalē-, στην οποία ανάγεται το καλῶ].

Greek Monotonic

κλήδην: επίρρ. (καλέω) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κλήδην: Ἐπιρρ. (καλέω) κατ’ ὄνομα, ὡσαύτως ὀνομακλήδην, Ἰλ. Ι. 11.

Middle Liddell

καλέω, by name, Il.