μνήστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνήστωρ:''' ορος adj. [[μνάομαι]] I] помнящий ([[πόλεος]] [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἐστέ]] μοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνήστωρ:''' ορος adj. [[μνάομαι]] I] помнящий ([[πόλεος]] [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἐστέ]] μοι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch.
|mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνήστωρ Medium diacritics: μνήστωρ Low diacritics: μνήστωρ Capitals: ΜΝΗΣΤΩΡ
Transliteration A: mnḗstōr Transliteration B: mnēstōr Transliteration C: mnistor Beta Code: mnh/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.

Greek Monolingual

μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάσ-τωρ)].

Greek Monotonic

μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μνήστωρ, ορος, ὁ, μνάομαι
mindful of, τινός Aesch.