μονότεκνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'un enfant.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[τέκνον]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’a qu'un enfant.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[τέκνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονότεκνος:''' [[имеющий одного лишь ребенка]] ([[Πρόκνη]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μονότεκνος:''' -ον ([[τέκνον]]), αυτός που έχει ένα μόνο [[παιδί]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονότεκνος:''' [[имеющий одного лишь ребенка]] ([[Πρόκνη]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />with but one [[child]], Eur.
|mdlsjtxt=μονό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />with but one [[child]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονότεκνος Medium diacritics: μονότεκνος Low diacritics: μονότεκνος Capitals: ΜΟΝΟΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: monóteknos Transliteration B: monoteknos Transliteration C: monoteknos Beta Code: mono/teknos

English (LSJ)

ον, with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.

German (Pape)

[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a qu'un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.

Russian (Dvoretsky)

μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].

Greek Monotonic

μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονό-τεκνος, ον τέκνον
with but one child, Eur.