λεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la lapidation : λεύσιμοι [[ἀραί]] ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d'être lapidé.<br />'''Étymologie:''' [[λεύω]].
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la lapidation : λεύσιμοι [[ἀραί]] ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d'être lapidé.<br />'''Étymologie:''' [[λεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεύσιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[побивающий камнями]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[состоящий в побивании камнями]] ([[θάνατος]] Eur.): [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);<br /><b class="num">3)</b> [[осуждающий на побиение камнями]] ([[δίκη]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[сопровождающийся побиением камнями]] ([[ἀραί]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεύσῐμος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· <i>λεύσιμοι καταφθοραί</i> ή [[θάνατος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι [[ἀραί]], κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λεύσῐμος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· <i>λεύσιμοι καταφθοραί</i> ή [[θάνατος]], [[θάνατος]] δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι [[ἀραί]], κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεύσιμος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[побивающий камнями]] ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[состоящий в побивании камнями]] ([[θάνατος]] Eur.): [[θανεῖν]] λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);<br /><b class="num">3)</b> [[осуждающий на побиение камнями]] ([[δίκη]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[сопровождающийся побиением камнями]] ([[ἀραί]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύσιμος Medium diacritics: λεύσιμος Low diacritics: λεύσιμος Capitals: ΛΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: leúsimos Transliteration B: leusimos Transliteration C: leysimos Beta Code: leu/simos

English (LSJ)

ον, (λεύω) stoning, χεὶρ λ. E.Or.863; λ. καταφθοραί death by stoning, Id.Ion1237 (lyr.); θανάτου λεύσιμον ἄταν ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.Or.50; λ. δοῦναι δίκην ib.614, cf. Heracl.60; λ. ἀραί curses that will end in stoning, A.Ag..1616; stoned, θῦμα ib.1118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 36] das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ θανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφθοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω θύματος λευσίμου, 1089.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la lapidation : λεύσιμοι ἀραί ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d'être lapidé.
Étymologie: λεύω.

Russian (Dvoretsky)

λεύσιμος:
1) побивающий камнями (χείρ Eur.);
2) состоящий в побивании камнями (θάνατος Eur.): θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);
3) осуждающий на побиение камнями (δίκη Eur.);
4) сопровождающийся побиением камнями (ἀραί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λεύσῐμος: -ον, (λεύω) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν αὐτόθι 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην αὐτόθι 614, πρβλ. Ἡρακλ. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ τέλος ἔσται ἡ λιθοβολία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. θῦμα.

Greek Monolingual

λεύσιμος, -ον (Α) λεύω
1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ' ἀπορρῆξαί με δεῖ», Ευρ.)
2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» — θάνατοι με λιθοβολισμό.

Greek Monotonic

λεύσῐμος: -ον (λεύω), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· λεύσιμοι καταφθοραί ή θάνατος, θάνατος δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι ἀραί, κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λεύσῐμος, ον λεύω
stoning, Eur.; λ. καταφθοραί or θάνατος death by stoning, Eur.; λ. ἀραί curses that will end in stoning, Aesch.

English (Woodhouse)

of stoning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)